ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 


ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ


 

Ο παρών κώδικας συντάχθηκε από την Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή που συγκροτήθηκε με βάση το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1649/86 και σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης 101938/86 και κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν. 1756/1988 ΦΕΚ Α 35/16.9.1988

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΡΘΡΩΝ

 

Αρθρο: 1

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Εκταση εφαρμογής.

 

Κείμενο Αρθρου

Τμήμα πρώτο.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Γενικές διατάξεις.

Κεφάλαιο Α’

Εκταση εφαρμογής – ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση, περιφέρεια και έδρα δικαστηρίων.

Οι ρυθμίσεις του τμήματος αυτού διέπουν:

α. Τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια (Αρειο Πάγο, εφετεία, μικτά ορκωτά δικαστήρια, δικαστήρια ανηλίκων, πλημμελειοδικεία, πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία).

β. Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (εφετεία και πρωτοδικεία) και τη γενική επιτροπεία των δικαστηρίων αυτών.

 

 

Αρθρο: 2

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

 

Τίτλος Αρθρου: Ιδρυση, συγχώνευση, κατάργηση, περιφέρεια και έδρα δικαστηρίων

Σχόλια: Η περ. δδ’ της παρ. 2 του παρόντος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του Ν.2915/2001 (Α 109/29-5-2001)

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Η ίδρυση, η συγχώνευση και η κατάργηση δικαστηρίων, η επέκταση ή ο περιορισμός της περιφέρειάς τους και η μεταβολή της έδρας τους γίνεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από γνώμη της ολομέλειας:

α. του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν πρόκειται για εφετείο ή διοικητικό εφετείο αντίστοιχα.

β. του οικείου εφετείου ή διοικητικού εφετείου αντίστοιχα, αν πρόκειται για άλλο δικαστήριο.

Το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζει και το δικαστήριο που θα εκδικάσει τις εκκρεμείς υποθέσεις.

  1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από γνώμη:

α. του πρόεδρου πρωτοδικών ή του δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο και του εισαγγελέα πρωτοδικών για τα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας του πρωτοδικείου.

β. του προέδρου εφετών ή του δικαστή που διευθύνει το εφετείο και του εισαγγελέα εφετών για τα μονομελή και πολυμελή πρωτοδικεία και πλημμελειοδικεία της περιφέρειας του εφετείου,

γ. του προέδρου και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τα εφετεία,

δ. του δικαστή που διευθύνει το διοικητικό εφετείο για τα μονομελή και πολυμελή διοικητικά πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,

ε. του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του γενικού επιτρόπου της Επικρατείας, για τα διοικητικά εφετεία, μπορεί να οριστεί ως μεταβατική έδρα:

αα. ειρηνοδικείου και πταισματοδικείου, ή έδρα άλλου δήμου ή κοινότητας,

ββ. πρωτοδικείου και πλημμελειοδικείου, η έδρα ειρηνοδικείου της περιφέρειάς του,

γγ. εφετείου, η έδρα πρωτοδικείου της περιφέρειάς του,

“δδ. διοικητικού εφετείου ή διοικητικού πρωτοδικείου, πόλη της περιφέρειάς του στην οποία έχει έδρα διοικητικό πρωτοδικείο ή πολιτικό – ποινικό εφετείο ή πρωτοδικείο”.

  1. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες συνεδριάζουν τα δικαστήρια στη μεταβατική τους έδρα, το τμήμα της περιφέρειας του οποίου οι υποθέσεις θα εκδικάζονται στη μεταβατική έδρα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
  2. Αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι να μην εκδικαστεί ορισμένη υπόθεση στη μεταβατική έδρα, εισάγεται στην κύρια έδρα με αιτιολογημένη πράξη, αν η υπόθεση είναι ποινική, του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κα σε κάθε άλλη περίπτωση του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο.
  3. Η υπαγωγή υπόθεσης στη μεταβατική έδρα δεν ασκεί επίδραση στην τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου.
  4. Αν σπουδαίος λόγος επιβάλλει να συνεδριάζει το πλημμελειοδικείο, το ποινικό εφετείο ή το μικτό ορκωτό εφετείο έξω από την έδρα του, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο, με πρόταση του εισαγγελέα ορίζει με αιτιολογημένη πράξη του τον τόπο της συνεδρίασης μέσα στην περιφέρεια του εφετείου.
  5. Με την διαδικασία της παρ. 1 μπορούν να ιδρυθούν αυτοτελή μονομελή πρωτοδικεία και πλημμελειοδικεία ή διοικητικά πρωτοδικεία με ορισμένη περιφέρεια και μόνιμη έδρα άλλη από την έδρα του αντίστοιχου πολυμελούς δικαστηρίου, στου οποίου τη δύναμη ανήκει ο δικαστής, που υπηρετεί στο αυτοτελές μονομελές δικαστήριο και η οργανική του θέση.

Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται και οι αναγκαίες λεπτομέρειες, όπως η αναπλήρωση με άλλο δικαστή του τοποθετουμένου σ’ αυτό από το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο με πράξη του προέδρου του πολυμελούς δικαστηρίου, ο τρόπος λειτουργίας του αυτοτελούς δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, οι δυνατότητες προσωρινής μετακίνησης του δικαστή για συμμετοχή του στη σύνθεση του πολυμελούς δικαστηρίου και ο τρόπος γραμματειακής εξυπηρέτησης.

 

 

Αρθρο: 3

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ-ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ-ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αριθμός και κατανομή οργανικών θέσεων.

Σχόλια: Το εδάφιο α της παραγράφου 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 8 του Ν. 2408/1996 (ΦΕΚ Α 104).Η παρ.3 αντικαταστάθηκε με την παρ.8 άρθρ.6 Ν.2408/1996(Α 73).

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Β’.

Οργανικές θέσεις και συγκρότηση δικαστηρίων.

  1. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και των υπαλλήλων της γραμματείας ορίζεται με νόμο.

“2. Η κατανομή των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων της γραμματείας στα δικαστήρια και στις εισαγγελίες γίνεται ανάλογα με τον αριθμό των υποθέσεων και τη δικαστηριακή τους κίνηση, των μεν δικαστικών λειτουργών με προεδρικό διάταγμα, των δε υπαλλήλων με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδονται κάθε δύο (2) χρόνια, κατά μήνα Ιούνιο ή εκτάκτως σε περίπτωση αύξησης των θέσεων.”

Το διάταγμα αυτό εκδίδεται ύστερα από γνώμη:

α. για τους δικαστικούς λειτουργούς:

αα. των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, του προέδρου και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που λαμβάνουν υπόψη αντιστοίχως τις αιτιολογημένες προτάσεις των δικαστικών λειτουργών που διευθύνουν τα εφετεία και τις εισαγγελίες εφετών, ββ. των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του γενικού επιτρόπου της Επικρατείας που λαμβάνει υπόψη τις αιτιολογημένες προτάσεις των προέδρων εφετών ή των δικαστών που διευθύνουν τα διοικητικά εφετεία,

β. για τους υπαλλήλους της γραμματείας:

αα. Των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, του προέδρου ή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τους υπαλλήλους της γραμματείας του Αρείου Πάγου ή της εισαγγελίας του αντιστοίχως, των δικαστών που διευθύνουν τα εφετεία και πρωτοδικεία για τους υπαλλήλους που υπηρετούν σ’ αυτά και στα δικαστήρια της περιφέρειάς τους, ύστερα από προηγούμενη γνώμη των δικαστών που διευθύνουν τα τελευταία, και των εισαγγελέων εφετών και πρωτοδικών για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στις αντίστοιχες εισαγγελίες.

ββ. των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της γενικής επιτροπείας, του γενικού επιτρόπου της Επικρατείας στα δικαστήρια αυτά, ο οποίος, αν πρόκειται για υπαλλήλους της γραμματείας των διοικητικών εφετείων και διοικητικών πρωτοδικείων, λαμβάνει υπόψη αιτιολογημένη πρόταση των δικαστών που διευθύνουν τα δικαστήρια αυτά.

“3. Το προεδρικό διάταγμα ως και η υπουργική απόφαση κατανομής των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων, αντίστοιχα ισχύουν έως την έκδοση νεοτέρων.”

 

 

Αρθρο: 4

Ημ/νία: 25.07.2011

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ-ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ-ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Συγκρότηση των δικαστηρίων – τμήματα.

Σχόλια: Η περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).Η παρ.6 που είχε προστεθεί με την παρ.1 του άρθρου 11 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88), καταργήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 48 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). – Οι περ. στ, ζ και η της παρ. 1 του παρόντος τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 του ν. 3860/2010 ΦΕΚ Α 111/12.7.2010. Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου αντικαταστάθηκε επίσης η παρ. 4 του παρόντος. Η παρ. 6 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 57 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010). Η περ. δ της παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 64 του ν. 3994/2011 ΦΕΚ Α 165/25.7.2011.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Τα πολιτικά – ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής: “α. Το ειρηνοδικείο και το πταισματοδικείο, από ειρηνοδίκη και πταισματοδίκη αντιστοίχως”.

β. το μονομελές πρωτοδικείο ή πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη,

γ. το πολυμελές πρωτοδικείο ή τριμελές πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες, δ. «το μονομελές εφετείο (πολιτικό) από πρόεδρο εφετών ή εφέτη, και το τριμελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) από πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες.» ε. το πενταμελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) από πρόεδρο εφετών και τέσσερεις εφέτες, «στ) το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων, από έναν πρόεδρο πρωτοδικών σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται μαζί με έναν αναπληρωτή, πρόεδρο ή πρωτοδίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26, ζ) το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από τον δικαστή ανηλίκων του προηγούμενου εδαφίου και δύο νεότερους του, αν είναι δυνατόν, πρωτοδίκες, η) το εφετείο ανηλίκων, από έναν εφέτη ή τον αναπληρωτή του, που ορίζονται σε κάθε εφετείο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26, και από δύο άλλους νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, εφέτες, που ορίζονται εφέτες ανηλίκων από αυτόν που διευθύνει το δικαστήριο». θ. το μικτό ορκωτό δικαστήριο, από πρόεδρο πρωτοδικών, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους,

ι. το μικτό ορκωτό εφετείο, από πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις ενόρκους. Οι ένορκοι εκλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 379-400 του κώδικα ποινικής δικονομίας.

  1. Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής:

α. το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη, ειδικώς τα αυτοτελή μονομελή πρωτοδικεία συγκροτούνται από πρωτοδίκη,

β. το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες,

γ. το τριμελές διοικητικό εφετείο από πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες,

δ. Το πενταμελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών και τέσσερις εφέτες.

  1. Κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών δικαστηρίων προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό ή, αν δεν υπάρχει ή κωλύεται, ο αρχαιότερος δικαστής.
  2. «Στις συνεδριάσεις των πολιτικών δικαστηρίων μπορεί, όπου ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, να παρίσταται ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος αναπτύσσει τη γνώμη του τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος. Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικά ο αρμόδιος εισαγγελέας. Στα μονομελή και τριμελή δικαστήρια ανηλίκων παρίσταται πάντοτε ένας εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών και στο εφετείο ανηλίκων ένας αντεισαγγελέας εφετών ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται εισαγγελείς ανηλίκων για μια τριετία από εκείνον που διευθύνει την αντίστοιχη εισαγγελία. Στο πταισματοδικείο παρίσταται ο αρμόδιος δημόσιος κατήγορος, μπορεί όμως να παρίσταται και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή ο νόμιμος αναπληρωτής του.»
  3. Τα δικαστήρια, αν το επιτρέπει ο αριθμός των δικαστών που υπηρετούν σ’ αυτά, διαιρούνται σε τμήματα. Σχετική γνωστοποίηση γίνεται στο χώρο των ανακοινώσεων.
  4. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα).

«6. α) Στα διοικητικά πρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία, στα οποία λειτουργούν τρία τουλάχιστον τμήματα, μπορεί να συνιστώνται, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, ειδικά τμήματα για την εκδίκαση διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους φόρους, τους δασμούς, τις εισφορές, τα τέλη και τα συναφή δικαιώματα του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Έως το τέλος του δικαστικού έτους, κατά το οποίο εκδίδεται η παραπάνω απόφαση, η Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου τροποποιεί αναλόγως τον κανονισμό του, σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 7 του άρθρου 14 του παρόντος. Στην περίπτωση που δεν εγκριθεί η τροποποίηση του κανονισμού, τα ειδικά τμήματα παύουν να λειτουργούν από το επόμενο δικαστικό έτος. β) Η σύσταση ειδικών τμημάτων σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση δεν αποκλείει την εισαγωγή στα λοιπά τμήματα του δικαστηρίου ένδικων βοηθημάτων και μέσων που αφορούν τις παραπάνω διαφορές. γ) Κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσας, η απόφαση της Ολομέλειας για την τροποποίηση του κανονισμού λειτουργίας εκδίδεται έως το τέλος του δικαστικού έτους 2011-2012.»

 

 

Αρθρο: 5

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ-ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ-ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αναπλήρωση δικαστών.

Σχόλια: Η περ. β’ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207).Οι περιπτώσεις δ’ και ε’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται, κατά σειρά αρχαιότητας, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ως εξής:

Α. – Στα πολιτικά – ποινικά δικαστήρια:

α. ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου από τους αντιπροέδρους,

“β. οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου από αρεοπαγίτη του τμήματός τους.”

γ. ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου, από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου,

“δ. Ενας μόνο πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του.

ε. Ο ειρηνοδίκης που υπηρετεί στο ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο από άλλο ειρηνοδίκη οριζόμενο από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια στα οποία ανέκυψε η ανάγκη αναπλήρωσης”.

Β. Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια:

α. ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου, από άλλο δικαστή του ίδιου δικαστηρίου.

β. ο εφέτης, από άλλου εφέτη του ίδιου δικαστηρίου,

γ. ένας μόνο πρωτοδίκης τριμελούς πρωτοδικείου, από πάρεδρο του ίδιου δικαστηρίου,

δ. ο πρωτοδίκης που υπηρετεί στο αυτοτελές μονομελές πρωτοδικείο, από άλλο πρωτοδίκη οριζόμενο από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μονομελές στο οποίο ανέκυψε η ανάγκη της αναπλήρωσης.

  1. Οι κατά την προηγούμενη παράγραφο αναπληρωτές ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο.

 

 

Αρθρο: 6

Ημ/νία: 04.07.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ-ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ-ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αδυναμία συγκρότησης.

Σχόλια:  Η περ. γ’ της παρ. 1, που είχε αντικατασταθεί με την παρ.2 του άρθρου 11 του Ν.2145/1993 (ΦΕΚ Α 88), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Αν για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατη η συγκρότηση:

α. του ειρηνοδικείου ή του πταισματοδικείου, ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο παραγγέλει να μεταβεί για την σύνθεση ορισμένων

δικασίμων άλλος δικαστής της περιφέρειας του πρωτοδικείου,

β. του πρωτοδικείου, του πλημμελειοδικείου, του δικαστηρίου ανηλίκων ή του

μικτού ορκωτού δικαστηρίου, ο πρόεδρος εφετών ή ο δικαστής που διευθύνει το

εφετείο παραγγέλει να μεταβούν για την σύνθεση ορισμένων δικασίμων όσοι

πρωτοδίκες χρειάζονται, από αυτούς που υπηρετούν στα πρωτοδικεία της

περιφέρειας του εφετείου,

«γ) Των εφετείων, των εφετείων ανηλίκων και των μεικτών ορκωτών Εφετείων Δωδεκανήσου, Κέρκυρας, Ιωαννίνων, Ναυπλίου, Πατρών, Καλαμάτας, Λαμίας, Κρήτης, Αιγαίου, Λάρισας, Θράκης και Δυτικής Μακεδονίας ο δικαστής ο οποίος διευθύνει το Εφετείο: αα) των Αθηνών για τα επτά πρώτα, ββ) του Πειραιά για τα δύο αμέσως επόμενα και γγ) της Θεσσαλονίκης για τα τρία τελευταία παραγγέλλει να μεταβούν από το εφετείο για τη σύνθεση δικασίμων όσοι εφέτες χρειάζονται».

  1. Αν η αδυναμία εμφανιστεί στο πρόσωπο του εισαγγελέα του δικαστηρίου, ο

εισαγγελικός λειτουργός που διευθύνει την εισαγγελία εφετών παραγγέλει να

μεταβεί για την αναπλήρωσή του και για ορισμένη δικάσιμη:

α. αντεισαγγελέας πρωτοδικών, αν πρόκειται για πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο

ανηλίκων,

β. εισαγγελέας πρωτοδικών, αν πρόκειται για μικτό ορκωτό δικαστήριο,

γ. εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφετών, αν πρόκειται για εφετείο ανηλίκων ή

μικτό ορκωτό εφετείο.

  1. Αν για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατη η συγκρότηση διοικητικού δικαστηρίου,

η αναπλήρωση γίνεται ως εξής:

α. οι εφέτες αναπληρώνονται από εφέτες άλλου εφετείου και

β. οι πρωτοδίκες ή πάρεδροι, από πρωτοδίκες ή παρέδρους άλλου πρωτοδικείου της

ίδιας εφετειακής περιφέρειας.

Οι αναπληρωτές ορίζονται για κάθε συνεδρίαση:

αα. οι εφέτες, με πράξη του γενικού επιτρόπου της επικρατείας των τακτικών

διοικητικών δικαστηρίων,

ββ. οι πρωτοδίκες ή πάρεδροι, με πράξη του οικείου προέδρου εφετών ή του

δικαστή που διευθύνεται το οικείο εφετείο. Σε περίπτωση αδυναμίας ορισμού

δικαστή περιφέρειας άλλου εφετείου με πράξη του γενικού επιτρόπου της

επικρατείας.

  1. Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι δυνατή η συγκρότηση δικαστηρίου με

αναπλήρωση με αναπλήρωση δικαστών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προηγούμενες

παραγράφους, εφαρμόζονται οι οικείες δικονομικές διατάξεις που προβλέπουν την

παραπομπή των υποθέσεων για την εκδίκαση από άλλο ισόβαθμο δικαστήριο.

  1. Αν προβλέπεται ότι η δίκη σε πολυμελές δικαστήριο θα διαρκέσει πολύ χρόνο,

μπορεί να οριστεί και άλλος δικαστής ως συμπάρεδρο μέλος του, σύμφωνα με τη

διαδικασία που προβλέπεται για τη συγκρότηση του δικαστηρίου αυτού.

Ο δικαστής αυτός αναπληρώνει μέλος του δικαστηρίου στην περίπτωση κωλύματός του κατά τη διάρκεια της δίκης. Συμμετέχει στη διαδικασία, όχι όμως και στη

διάσκεψη, εκτός αν έγινε αναπλήρωση. Αν κωλυθεί ο πρόεδρος, προεδρεύει ο

αρχαιότερος από τους άλλους δικαστές.

Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως και για τον εισαγγελέα του

δικαστηρίου.

 

 

Αρθρο: 6Α

Ημ/νία: 16.09.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΣ

 

Τίτλος Αρθρου: Σύμμετρη κατανομή πολιτικών υποθέσεων μεταξύ των ειρηνοδικών της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας

Σχόλια:  Το παρόν άρθρο, που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67/6.5.1997), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006) και ισχύει, σύμφωνα με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, από 16.9.2006.

 

Κείμενο Αρθρου

«1. Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών που διευθύνει το πρωτοδικείο ρυθμίζει με πράξη του την υπηρεσία όλων των ειρηνοδικών της περιφέρειας του και την κατανέμει ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Για να αντιμετωπισθούν θέματα επείγοντα ο Πρόεδρος Πρωτοδικών ορίζει κατά περίπτωση ειρηνοδίκη υπηρεσίας για τα κατά τόπους ειρηνοδικεία.

  1. Η πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων του πρωτοδικείου, δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της. Για την πιστοποίηση της ανάρτησης συντάσσεται έκθεση στην οποία περιέχεται η όλη πράξη. Οι εκθέσεις φυλάσσονται κατά σειρά σε ιδιαίτερο φάκελο.
  2. Οι ειρηνοδίκες, πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν αναλάβουν την υπηρεσία που τους ανατίθεται, παραγγέλλονται να μεταβούν στα οικεία ειρηνοδικεία.
  3. Οι ήδη υπηρετούντες ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες οφείλουν, εντός τριάντα ημερών από την έναρξη ισχύος της παρούσας ρύθμισης, να εμφανισθούν στο ειρηνοδικείο της πόλης όπου εδρεύει το πρωτοδικείο στο οποίο υπάγεται το ειρηνοδικείο όπου υπηρετούν.
  4. Τα ειρηνοδικεία με έδρα τις περιφέρειες των Πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, καθώς και τα ειρηνοδικεία των νήσων στις οποίες δεν εδρεύει πρωτοδικείο, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
  5. Οι διατάξεις των άρθρων 5 παράγραφος 1 περίπτωση ε, 6 παράγραφος 1 περίπτωση α’, καθώς και κάθε άλλη ειδική διάταξη για την αναπλήρωση ειρηνοδικών και τη σχετική παραγγελία, δε θίγονται».

 

 

Αρθρο: 7

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Γραμματέας

Σχόλια: Το παρόν άρθρο 7 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1868/1989 ΦΕΚ Α 230.

 

Κείμενο Αρθρου

“1. Για τη νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου απαιτείται η παρουσία του γραμματέα του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αν δεν υπάρχει ή για οποιοδήποτε λόγο απουσιάζει ή κωλύεται ο γραμματέας και ο νόμιμος αναπληρωτής του, καθήκοντα γραμματέα ανατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 6.

  1. Αν δεν υπάρχει ή για οποιοδήποτε λόγο απουσιάζει ή κωλύεται ο γραμματέας ειρηνοδικείου, το δικαστήριο συγκροτείται και χωρίς αυτόν και τα πρακτικά τηρούνται από τον ειρηνοδίκη.
  2. Στις διασκέψεις του δικαστηρίου μετέχει και ο γραμματέας του εκτός αν το δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαία την παρουσία του”.

 

 

Αρθρο: 8

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Κωλύματα – Τιμές

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Δικαστικοί λειτουργοί, υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συμπράττουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια, αν είναι σύζυγοι ή συνδέονται με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό.

Για τους δικηγόρους η απαγόρευση ισχύει και όταν εκπροσωπούν αντίδικα μέρη.

  1. Οι αναφερόμενοι στην προηγούμενη παράγραφο οφείλουν να δηλώνουν το κώλυμα στο δικαστή ή τον πρόεδρο του συμβουλίου ή τον εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αντίστοιχα.
  2. Η αποσιώπηση του κωλύματος και η παρά την ύπαρξή του σύμπραξη συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, δε συνεπάγεται όμως ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης ή ενέργειας, εκτός όπου το ορίζει ο νόμος.
  3. Με προεδρικό διάταγμα επιτρέπεται να αναρτηθεί σε χώρους των δικαστηρίων η εικόνα δικαστικού λειτουργού, που έχει αποβιώσει πριν από τρία τουλάχιστον έτη και είχε διακριθεί για τις δικαστικές του αρετές.

 

 

Αρθρο: 9

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΕΣ (ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ)

 

Τίτλος Αρθρου: Σχέση δικαστικών και αστυνομικών αρχών

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Τα όργανα που ασκούν γενικά ή ειδικά αστυνομικά καθήκοντα υποχρεούνται:

α) να εκτελούν αμέσως και απροφασίστως τις παραγγελίες των δικαστικών αρχών και να παρέχουν τη βοήθειά τους σ’ αυτές,

β) να διευκολύνουν τους δικηγόρους στην άσκηση του λειτουργήματός τους.

  1. Υποχρέωση συνδρομής έχουν και τα όργανα των ενόπλων δυνάμεων.
  2. Η υπαίτια παράβαση των υποχρεώσεων του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 συνιστά πειθαρχικό αδίκημα και τιμωρείται κατά το πειθαρχικό δίκαιο του σώματος στο οποίο ανήκει το όργανο.
  3. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου της υπηρεσίας του αστυνομικού οργάνου ενεργεί στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου τις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωση του αδικήματος και ασκεί την πειθαρχική δίωξη.
  4. Πειθαρχική δικαιοδοσία ασκούν τα συμβούλια του πλημμελειοδικείου και του εφετείου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό αντίστοιχα.
  5. Ο εισαγγελέας του συμβουλίου που εξέδωκε την απόφαση επιμελείται στην εκτέλεσή της.
  6. Τυχόν κενά της εφαρμοστέας πειθαρχικής νομοθεσίας, συμπληρώνονται από την αντίστοιχη νομοθεσία των δικαστικών υπαλλήλων.

 

 

Αρθρο: 10

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Γραμματεία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών

Σχόλια: Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1868/89,ΦΕΚ Α 230.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Σε κάθε δικαστήριο και εισαγγελία λειτουργεί γραμματεία.
  2. Της γραμματείας του δικαστηρίου προίστανται ο δικαστής ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου που το διευθύνει και της γραμματείας της εισαγγελίας ο εισαγγελέας που τη διευθύνει.

3.Ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας του και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της. Μετέχει στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου του δικαστικού συμβουλίου και της ολομέλειας του δικαστηρίου, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Συντάσσει με ευθύνη δική του, και του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση, τα πρακτικά, τις εκθέσεις, τις πράξεις και τα άλλα έγγραφα που απαιτεί ο νόμος για την πιστοποίηση των δικαστικών ενεργειών. Εκδίδει τα απόγραφα και αντίγραφα, τα πιστοποιητικά και αποσπάσματα τηρεί και ενημερώνει τα βιβλία και φυλάει το αρχείο και τα άλλα αντικείμενα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Διαχειρίζεται την πίστωση για τη γραφική ύλη και παραλαμβάνει οτιδήποτε πρέπει να παρακατατεθεί στο δικαστήριο. Οφείλει να σημειώνει τα εισπρακτέα τέλη του εκδιδόμενου απογράφου ή κατατιθέμενου εγγράφου. Αν υπάρχουν αμφιβολίες για τη χορήγηση απογράφου, αντιγράφου, πιστοποιητικού και άλλων εγγράφων, αποφαίνεται ο προϊστάμενος της γραμματείας.

  1. Αν δεν υπάρχει γραμματέας ή για οποιοδήποτε λόγο απουσιάζει ή κωλύεται, τον αναπληρώνει στη διεύθυνση των υπηρεσιών της γραμματείας ο επόμενός του ιεραρχικά, που ορίζεται από τον προϊστάμενο της γραμματείας και στα λοιπά καθήκοντά του ο υπάλληλος που ορίζεται από το γραμματέα που διευθύνει τη γραμματεία.
  2. Αν η αναπλήρωση του γραμματέα δεν είναι δυνατή από υπάλληλο του ίδιου δικαστηρίου ή της ίδιας εισαγγελίας, αναπληρώνεται, ύστερα από παραγγελία του προϊσταμένου της γραμματείας, από γραμματέα:

α. του πρωτοδικείου, για τα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας του πρωτοδικείου,

β. του εφετείου, για τα πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,

γ. του διοικητικού εφετείου, για τα διοικητικά πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,

δ. της εισαγγελίας εφετών, για τις εισαγγελίες της περιφέρειας του εφετείου.

  1. Αν, για οποιοδήποτε λόγο, δεν υπάρχει γραμματέας και είναι αδύνατη η αναπλήρωση του από άλλο δικαστικό υπάλληλο, ο προϊστάμενος της γραμματείας αναθέτει προσωρινά την εκτέλεση των καθηκόντων στον γραμματέα σ’ οποιοδήποτε ημεδαπό κρίνει κατάλληλο.

Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων, εφ’ όσον έχει διατεθεί το προσωπικό που ορίζεται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου.

Η ανάθεση των προσωρινών αυτών καθηκόντων γίνεται με πράξη που κοινοποιείται στο διοριζόμενο ο οποίος οφείλει να παρουσιαστεί αμέσως, σ’ αυτόν που τον διόρισε και αφού δώσει τον όρκο της υπηρεσίας, να αναλάβει τα καθήκοντά του. Για την ορκωμοσία και την ανάληψη υπηρεσίας συντάσσεται έκθεση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών ορίζονται η καταβλητέα ημερήσια αποζημίωση και τα σχετικά με αυτή ζητήματα.

  1. Η μη αναγραφή, στην πράξη ανάθεσης των προσωρινών καθηκόντων, του λόγου αναπλήρωσης του γραμματέα, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της πράξης.
  2. Σε περίπτωση απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων η διοίκηση της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης, που έχει κηρύξει την απεργία, οφείλει να διαθέτει σε κάθε γραμματεία δικαστηρίου και εισαγγελίας τους απολύτως αναγκαίους υπαλλήλους για την αντιμετώπιση εξαιρετικώς επειγουσών υποθέσεων.
  3. Οι έμμισθοι επιμελητές των δικαστηρίων και των εισαγγελιών φροντίζουν για την ευταξία των ακροατηρίων κάνουν τις επιδόσεις των εγγράφων και εκτελούν τις υπηρεσίες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας που ανατίθεται σ’ αυτούς από τον προϊστάμενο της γραμματείας ή το γραμματέα που διευθύνει της υπηρεσίες της γραμματείας”.

 

 

Αρθρο: 11

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

 

Τίτλος Αρθρου: Δικαστικό έτος – Δικαστικές διακοπές

Σχόλια: Η παρ. 3 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Το δικαστικό έτος αρχίζει στις 16 Σεπτεμβρίου και λήγειστις15 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.

2.Οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1 Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου.

“3. Κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών συγκροτούνται ένα ή περισσότερα τμήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Προκειμένου περί ειρηνοδικείων ή πταισματοδικείων, τα τμήματα των διακοπών συγκροτούνται για όλη την περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου από τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες που υπηρετούν σ’ αυτά και οι οποίοι αναπληρούνται αμοιβαίως. Η κατάρτιση των τμημάτων των διακοπών των ειρηνοδικών και πταισματοδικών γίνεται στα μεν ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας των Πρωτοδικών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από τις ολομέλειες των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων της έδρας, στα δε λοιπά από τις ολομέλειες των οικείων πρωτοδικείων”.

 

 

Αρθρο: 12

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αρχείο

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Στο αρχείο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας φυλάσσονται οι αποφάσεις, τα πρακτικά, τα βιβλία, οι δικογραφίες και τα άλλα υπηρεσιακά έγγραφα.
  2. Με προεδρικό διάταγμα ρυθμίζεται η τήρηση και οργάνωση των αρχείων, η διαδικασία εκποίησης ή καταστροφής των εγγράφων που δεν έχουν υπηρεσιακή χρησιμότητα ή ιστορική αξία, καθώς και η ανασύσταση των αρχείων ή των δικογραφιών, πρακτικών ή αποφάσεων που καταστράφηκαν ή χάθηκαν.
  3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζονται τα απαραίτητα βιβλία ή άλλου είδους στοιχεία που τηρούν τα δικαστήρια και οι εισαγγελίες, καθώς και το περιεχόμενο τους. Τα βιβλία αυτά πριν από τη χρήση τους πρέπει να αριθμούνται και να μονογραφούνται κατά φύλλο, να σφραγίζονται και να υπογράφονται από τον προϊστάμενο της γραμματείας.

Με όμοια απόφαση ορίζονται κατά περίπτωση οι στατιστικοί πίνακες που οφείλει να τηρεί κάθε δικαστήριο και οι υπηρεσίες στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται οι πίνακες αυτοί.

 

 

Αρθρο: 13

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ-ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ-ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Δικαστικά συμβούλια

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Γ’.

Δικαστικά συμβούλια και ολομέλειες

1.Τα δικαστικά συμβούλια συγκροτούνται, όπως τα αντίστοιχα δικαστήρια:

α. Του πρωτοδικείου και του πλημμελειοδικείου (άρθρο 4 παρ.1 περίπτ. γ’),

β. του διοικητικού πρωτοδικείου (άρθρο 4 παρ. 2 περίπτ. β’),

γ. του εφετείου (άρθρο 4 παρ. 1 περίπτ. δ’ και ε’),

δ. του διοικητικού εφετείου (άρθρο 4 παρ. 2 περίπτ. γ’ και δ’).

ε. του Αρείου Πάγου (άρθρο 23).

Οι διατάξεις των άρθρων 485 παρ. 1 του κώδικα ποινικής δικονομίας και 565 παρ.

2 του κώδικα ποινικής δικονομίας δε θίγονται.

Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου του άρθρου 529 του κώδικα του ποινικής δικονομίας συγκροτείται από τον πρόεδρό του και δύο αρεοπαγίτες.

  1. Στα δικαστικά συμβούλια παρίσταται όπου προβλέπεται από το νόμο και ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος αναπτύσσει την πρότασή του και αποχωρεί.

 

 

Αρθρο: 14

Ημ/νία: 12.09.2005

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ-ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ-ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ολομέλεια

Σχόλια:  Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 1868/1989,ΦΕΚ Α 230. – Το εντός ” ” τρίτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4Α του ν. 3388/2005 (Α΄ 225/12.9.2005), ενώ η περ. δ΄ της παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Η ολομέλεια του δικαστηρίου αποτελείται από όλους τους δικαστές και τους δικαστικούς προέδρους που υπηρετούν σ’ αυτό. Στην ολομέλεια προεδρεύει ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο. «Ο εισαγγελέας του δικαστηρίου παρίσταται κατά τις συνεδριάσεις της ολομέλειας, μετέχει της συζητήσεως και αποχωρεί πριν την έναρξη της ψηφοφορίας.»
  2. Την ολομέλεια συγκαλεί ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο. Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική όταν:

α. ζητηθεί εγγράφως από το ένα τρίτο των μελών που κατά το χρόνο της αίτησης συμμετέχουν σ’ αυτή ή, σε περίπτωση που στο δικαστήριο υπηρετούν περισσότεροι από εξήντα δικαστές και δικαστικοί πάρεδροι, από είκοσι τουλάχιστον μέλη της,

β. ζητηθεί από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου ή το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, όταν πρόκειται για διοικητικά δικαστήρια, και η σύγκλησή της αφορά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου,

γ. ασκηθεί προσφυγή από ένα μέλος της εναντίον πράξεως του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, «δ) ζητηθεί με απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, κατά τη συζήτηση των οποίων δικαιούται ο πρόεδρος ή εκπρόσωπος του οικείου δικηγορικού συλλόγου να παρίσταται, να μετέχει της συζητήσεως, αποχωρεί δε πριν την έναρξη της ψηφοφορίας.»

Σε περίπτωση που δεν συγκληθεί η ολομέλεια μέσα σε πέντε (5) ημέρες, εκείνος που ζήτησε τη σύγκλησή της έχει δικαίωμα να συγκαλέσει την ολομέλεια με αίτηση που γνωστοποιείται σε όλα τα μέλη.

  1. Η διαδικασία της σύγκλησης και της διεξαγωγής των εργασιών της ολομέλειας μπορεί να ρυθμιστεί από τον κανονισμό του δικαστηρίου.
  2. Η ολομέλεια μπορεί να συγκληθεί για ν’ ανταλλάξουν τα μέλη της απόψεις σε νομικά ζητήματα. Τα πορίσματα των σχετικών συζητήσεων δεν δεσμεύουν τα δικαιοδοτικά όργανα του δικαστηρίου.
  3. Η ολομέλεια βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά κατά το χρόνο της σύγκλησης μέλη της, όχι όμως λιγότερα από τρία. Αν ο αριθμός των μελών της ολομέλειας υπερβαίνει τους διακόσιους αρκεί η παρουσία των εκατό. Στην περίπτωση της παραγράφου 7δ’ αρκεί η παρουσία του ενός τρίτου των μελών της και, αν υπερβαίνουν τους εκατόν πενήντα, αρκεί η παρουσία των πενήντα. Προκειμένου για τη δημοσίευση των αποφάσεών της, η ολομέλεια του Αρείου πάγου βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα δώδεκα τουλάχιστον μέλη της.
  4. Οι αποφάσεις της ολομέλειας λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της. Αν, για κάποιο θέμα, σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία για μία από τις δύο επικρατέστερες γνώμες. Οι αποφάσεις της ολομέλειας υπερισχύουν των αποφάσεων των άλλων οργάνων του δικαστηρίου για το ίδιο θέμα.
  5. Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγονται:

α. η κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού του δικαστηρίου,

β. η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης,

γ. η κατάρτιση των τμημάτων των διακοπών,

δ. η λήψη απόφασης ή η γνωμοδότηση για όσα θέματα έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητά της από τον κανονισμό ή από ειδικές διατάξεις.

  1. Οι συνεδριάσεις των δικαστικών συμβουλίων και των ολομελειών των δικαστηρίων δεν είναι δημόσιες, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 4, 5 παρ. 1 και 7 παρ.1εφαρμόζονται αναλόγως στα δικαστικά συμβούλια και στις ολομέλειες των δικαστηρίων.

Όταν απαιτείται από το νόμο απόφαση ή γνωμοδότηση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αυτή συγκροτείται όπως ορίζει το άρθρο 23.

  1. Οι δικονομικές διατάξεις, που ρυθμίζουν τα σχετικά με τη διάσκεψη και την κατάρτιση των αποφάσεων των δικαστηρίων, εφαρμόζονται αναλόγως και στα δικαστικά συμβούλια και στις ολομέλειες των δικαστηρίων, όταν κρίνουν θέματα διοικητικής φύσης”.

 

 

Αρθρο: 14Α

Ημ/νία: 12.09.2005

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ-ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ-ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ολομέλεια εισαγγελίας

Σχόλια:  Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ.2 άρθρου 3 Ν.2479/1997(Α 67/6-5-1997).- Το στοιχείο γ΄ της παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 4Α του ν. 3388/2005 (Α΄ 225/12.9.2005).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Σε κάθε εισαγγελία στην οποία υπηρετούν τουλάχιστον πέντε εισαγγελικοί λειτουργοί, συγκροτείται ολομέλεια, που αποτελείται από τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και παρέδρους που υπηρετούν σε αυτήν.
  2. Την ολομέλεια συγκαλεί αυτός που διευθύνει την εισαγγελία και προεδρεύει αυτής. Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική όταν :

α) το ζητήσουν εγγράφως τα 2/5 των εισαγγελικών λειτουργών που κατά το χρόνο της αίτησης υπηρετούν στην εισαγγελία,

β) ζητηθεί από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης και εφόσον η σύγκλησή της αφορά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας του δικαστηρίου. «γ) ζητηθεί με απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, κατά τη συζήτηση των οποίων δικαιούται ο πρόεδρος ή εκπρόσωπος του οικείου δικηγορικού συλλόγου να παρίσταται και να μετέχει της συζητήσεως και αποχωρεί πριν την έναρξη της ψηφοφορίας.»

  1. Η ολομέλεια βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά κατά το χρόνο της σύγκλησης μέλη της, όχι όμως λιγότερα από τρία. Η Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον πέντε μέλη της.
  2. Οι αποφάσεις της ολομέλειας λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της και υπερισχύουν των αποφάσεων των άλλων οργάνων της εισαγγελίας για το ίδιο θέμα. Αν για ένα θέμα σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μεταξύ των δύο επικρατέστερων γνωμών.
  3. Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγονται :

α. η κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού της εισαγγελίας,

β. η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας και απονομής της ποινικής δικαιοσύνης,

γ. η κατάρτιση των τμημάτων διακοπών”.

 

 

Αρθρο: 15

Ημ/νία: 26.05.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Διεύθυνση δικαστηρίων και εισαγγελιών

Σχόλια:  Στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112) ορίζονται τα εξής: “Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διεύθυνσης των Δικαστηρίων, καθώς και οι αναπληρωτές τους δεν επιτρέπεται να μετατεθούν από την εκλογή τους έως τη λήξη της θητείας τους, χωρίς αίτησή τους. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης και η όλη πειθαρχική διαδικασία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της θητείας των ανωτέρω εκτός εάν ασκηθεί κατ’ αυτών ποινική δίωξη για τα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στην περίπτωση ε της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του ν. 1756/1988 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών”.- Οι παρ. 4, 5 και 6 και η εντός ” ” πρώτη περίοδος της παρ. 8 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1 και 3 αντιστοίχως του άρθρου 4Β του ν. 3388/2005 (Α΄ 225/12.9.2005), ενώ τα εντός ” ” εδάφια στο τέλος του στοιχείου ββ΄ της περ. α΄ της παρ. 7 και η παρ. 9 προστέθηκαν με τις παρ. 2 και 4 αντιστοίχως του ιδίου άρθρου.  Οι παράγραφοι 2,3,4,5,6 περίπτωση ε’ και 9 του άρθρου 15 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α’)τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 52 του ν.3689/2008 ΦΕΚ Α 164/5.8.2008. Με το ίδιο άρθρο και νόμο η περίπτωση δ της παρ. 6 καταργείταικαι η περίπτωση ε αναριθμείται σε δ. Oι παρ. 2,3,4,5 και 6 του παρόντος τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 του ν. 3841/2010 ΦΕΚ Α 55/6.4.2010. -Η περ. γ της παρ. 6 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 3849/2010 ΦΕΚ Α 80/26.5.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Δ’

  1. Τα δικαστήρια διευθύνονται:

α) από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι από τον αρχαιότερο,

β) από τον ειρηνοδίκη το ειρηνοδικείο και τον πταισματοδίκη το πταισματοδικείο και, αν αυτοί είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο.

«2. Το πολιτικό και διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το πολιτικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, τα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο.

  1. Το συμβούλιο αποτελείται:

α) για το πολιτικό και διοικητικό Εφετείο Αθηνών και το πολιτικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, από έναν πρόεδρο Εφετών ως πρόεδρο και δύο Εφέτες ως μέλη, β) για τα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, από έναν πρόεδρο Πρωτοδικών ως πρόεδρο και δύο Πρωτοδίκες ως μέλη, και γ) για τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης, από έναν Ειρηνοδίκη Α’ τάξεως ως πρόεδρο και δύο Ειρηνοδίκες ως μέλη.

  1. Ο πρόεδρος και τα μέλη των συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους, εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τις Ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για το σκοπό αυτόν ανά διετία την 11 η πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου. Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει η απαρτία που προβλέπεται από τις διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 5 του άρθρου 14, οι ολομέλειες συνέρχονται την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και η εκλογή γίνεται από τα παρόντα κατά τη συνεδρίαση μέλη. Υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου του συμβουλίου είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι σε αριθμό ίσο με το 1/4 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες προέδρους στο Πρωτοδικείο Αθηνών και σε αριθμό ίσο με το 1/2 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες προέδρους ή Ειρηνοδίκες Α’ τάξεως στα λοιπά δικαστήρια. Για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου, υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι Εφέτες, Πρωτοδίκες, Ειρηνοδίκες, που υπηρετούν στα παραπάνω δικαστήρια και σε αριθμό ίσο με το 1/2 των αντίστοιχων οργανικών θέσεων. Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή, αποτελούμενη από τον νεότερο πρόεδρο και τους δύο νεότερους από τους υπηρετούντες δικαστές, με χωριστά ψηφοδέλτια για τον πρόεδρο και τα μέλη, στα οποία αναγράφονται κατ’ αλφαβητική σειρά τα ονόματα των εκλόγιμων. Κάθε μέλος της Ολομέλειας εκφράζει την προτίμηση του σε έναν μόνο υποψήφιο πρόεδρο με σταυρό δίπλα στο όνομα του και προκειμένου για μέλη μπορεί να τεθούν έως δύο σταυροί προτίμησης. Πρόεδρος του συμβουλίου εκλέγεται ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους και ο αμέσως επόμενος σε αριθμό ψήφων εκλέγεται αναπληρωτής του. Τακτικά μέλη του συμβουλίου εκλέγονται οι δύο πρώτοι κατά σειρά ψήφων και οι δύο επόμενοι αναπληρωτές τους. Αν υπάρξει ισοψηφία, διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.
  2. Η θητεία του συμβουλίου είναι διετής. Αρχίζει την 1 η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει την 30ή Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου έτους. Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του. Τα τακτικά μέλη του συμβουλίου δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός εάν προαχθούν, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν. Ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές τους. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον εξόδου από την υπηρεσία: α) του προέδρου και των τακτικών μελών του συμβουλίου, διενεργείται αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παραγράφου 4, και β) των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών.
  3. Η θέση του προέδρου και των μελών του συμβουλίου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δικαστικών ενώσεων. Δεν μπορεί να είναι υποψήφιοι ως πρόεδροι και ως μέλη συμβουλίων, όσοι: α) έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός από την επίπληξη, ή έχει κινηθεί εναντίον τους η διαδικασία για να τεθούν εκτός υπηρεσίας ή έχουν τεθεί εκτός αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57Α του παρόντος, β) εναντίον τους εκκρεμεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο, «γ) έχουν κριθεί μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχουν, και» δ) είναι ή ήταν στο παρελθόν πρόεδροι ή τακτικά μέλη συμβουλίων στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας.»
  4. Τα όργανα που διευθύνουν τα δικαστήρια έχουν τις εξής αρμοδιότητες:

α) Το τριμελές συμβούλιο:

αα) ορίζει τους δικαστές και δικαστικούς υπαλλήλους που θα μετέχουν σε επιτροπές, συλλογικά όργανα της Διοίκησης, συμβούλια ή άλλα μη δικαιοδοτικά όργανα, που προβλέπονται από το νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου, ββ) καταρτίζει τις συνθέσεις των τμημάτων του δικαστηρίου πριν από την έναρξη του δικαστικού έτους, εφόσον ο νόμος ή ο κανονισμός του δικαστηρίου δεν ορίζει διαφορετικά. «Στα δικαστήρια που λειτουργούν περισσότερα των δύο τμημάτων, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να υπηρετεί στο ίδιο τμήμα του δικαστηρίου πέραν της τετραετίας. Στην τετραετία αυτή συνυπολογίζεται και χρόνος υπηρεσίας, στο αυτό τμήμα, προγενέστερος της ισχύος του παρόντος.»

γγ) παραπέμπει τα σημαντικά θέματα στην ολομέλεια του δικαστηρίου, δδ) αποφασίζει για οποιοδήποτε άλλο θέμα, το οποίο δεν υπάγεται ρητά από το νόμο ή τον κανονισμό στην αρμοδιότητα του προέδρου του συμβουλίου ή της ολομέλειας (τεκμήριο αρμοδιότητας),

εε) τοποθετεί δικαστικούς υπαλλήλους στα διάφορα τμήματα και υπηρεσίες του δικαστηρίου,

στστ) μετακινεί δικαστές από ένα τμήμα σε άλλο κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, εφόσον το επιβάλλουν ειδικές υπηρεσιακές ανάγκες.

Το συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία και πάντοτε με τριμελή σύνθεση.

β) Ο πρόεδρος του συμβουλίου:

αα) εκπροσωπεί το δικαστήριο και φροντίζει για την εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών του,

ββ) αποφασίζει για τη σύγκληση της ολομέλειας του δικαστηρίου στις προβλεπόμενες από το νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου περιπτώσεις, καθορίζει την ημερήσια διάταξη και διευθύνει τις εργασίες της, γγ) ορίζει τους κατά το άρθρο 5 αναπληρωτές δικαστές,

δδ) προσδιορίζει κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, σε επείγουσες περιπτώσεις, συζητήσεις υποθέσεων καθ’ υπέρβαση του αριθμού, που έχει καθοριστεί από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου και σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 10% του αριθμού αυτού,

εε) συγκαλεί το συμβούλιο με πρόσκληση που επιδίδεται με απόδειξη στα μέλη του συμβουλίου και εκτελεί τις αποφάσεις του συμβουλίου και της ολομέλειας του δικαστηρίου,

στστ) έχει την επιμέλεια της αλληλογραφίας του δικαστηρίου, ζζ) προίσταται της γραμματείας του δικαστηρίου,

ηη) εγκρίνει τη χορήγηση αντιγράφων,

θθ) βεβαιώνει την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων,

ιι) αποφαίνεται για τις αιτήσεις κατά προτίμηση προσδιορισμού συζήτησης υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο. Οι κατά προτίμηση προσδιοριζόμενες υποθέσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν τον αριθμό που έχει καθοριστεί από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου,

ιαια) ορίζει το ανακριτικό τμήμα, στο οποίο εισάγεται κάθε υπόθεση για την οποία παραγγέλθηκε κύρια ανάκριση.

την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών ο πρόεδρος επικουρείται από τα μέλη του συμβουλίου, στα οποία μπορεί να αναθέτει ορισμένες από αυτές.

γ) Ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο:

όλες τις αρμοδιότητες του τριμελούς συμβουλίου και του προέδρου του.

  1. «Οι πράξεις και οι αποφάσεις του τριμελούς συμβουλίου για όλα τα θέματα των αρμοδιοτήτων του, καθώς και του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο για τις αντίστοιχες αρμοδιότητες, υπόκεινται σε προσφυγή στην ολομέλεια του δικαστηρίου, που συγκαλείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄, καθώς και αν ζητηθεί από το μέλος ή τα μέλη της ολομέλειας, στα οποία αφορούν οι πράξεις και οι αποφάσεις αυτές, όπως και από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος.»

Οι πράξεις και αποφάσεις του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του της παρ. 7 περίπτ. α6, καθώς και οι αντίστοιχες του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, υπόκεινται σε προσφυγή στην ολομέλεια του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περιπτ. α’.”

“9. Στα δικαστήρια στα οποία δεν εκλέγονται διοικήσεις και στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός πρόεδροι δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση αυτού ο πρόεδρος για τον οποίο συντρέχουν τα υπό στοιχεία α’, β’, και γ’ κωλύματα της παραγράφου 6 του παρόντος.»

 

 

Αρθρο: 16

Ημ/νία: 05.08.2008

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Διεύθυνση εισαγγελιών

Σχόλια:  Οι επιμέρους τροποποιήσεις που ακολούθησαν αναφέρονται στα οικεία εδάφια.Το εδάφιο α της παραγράφου 2 παρατίθεται ως έχει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α 174).- Το εδάφιο α της παραγράφου 3 παρατίθεται ως έχει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 2721/1997 (ΦΕΚ Α 112). Το εδάφιο β της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112). Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112).========================- Η εντός ” ” λέξη (“τρίτου”) της πρώτης περιόδου της παρ. 2, οι εντός ” ” δεύτερη και τελευταία περίοδοι της ιδίας παρ., καθώς και η εντός ” ” δεύτερη περίοδος της παρ. 3 (ουσιαστικά πρόκειται για τα τέταρτο, πέμπτο και έκτο εδάφια), τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1, 2, 3 και 4 αντιστοίχως του άρθρου 4Γ του ν. 3388/2005 (Α΄ 225/12.9.2005). ========================================= Οι παρ. 2 και 3 του παρόντος τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 3689/2008 ΦΕΚ Α 164/5.8.2008.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Την εισαγγελία διευθύνει ο εισαγγελέας, ο οποίος φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία της και έχει αναλογικά και κατά περίπτωση τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 15. Αν στην ίδια εισαγγελία υπηρετούν περισσότεροι εισαγγελείς τη διεύθυνση ασκεί ο αρχαιότερος.

«2. Οι Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή Εισαγγελέα Εφετών και οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, το οποίο συνεδριάζει προς τούτο με δεκαπενταμελή σύνθεση έως το τέλος Σεπτεμβρίου.

  1. Η θητεία των ανωτέρω είναι τριετής και αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους ορισμού τους και λήγει την 30ή Σεπτεμβρίου του τρίτου μετά τον ορισμό τους έτους. Έως τη λήξη της θητείας τους δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός αν υποβάλουν σχετική αίτηση ή εάν υπέπεσαν σε βαρύ παράπτωμα, για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη. Σε περίπτωση προαγωγής τους παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας τους. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους από πρόσκαιρο κώλυμα, αναπληρώνονται από τον αρχαιότερο Εισαγγελέα της οικείας Εισαγγελίας, για τον οποίο δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παραγράφου 6 του άρθρου 15. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή εξόδου από την υπηρεσία, κατά οποιονδήποτε τρόπο, ορίζεται αμέσως ο αντικαταστάτης του από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, κατά τα ανωτέρω. Η θητεία αυτού διαρκεί μέχρι το χρόνο λήξεως της θητείας του θανόντος ή παραιτηθέντος ή εξελθόντος από την υπηρεσία. Η παράγραφος 6 του άρθρου 15 εφαρμόζεται αναλόγως.

Οι Εισαγγελείς, που διευθύνουν τις ανωτέρω Εισαγγελίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να τις διευθύνουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους (30.9.2008).»

  1. Στις λοιπές εισαγγελίες, στις οποίες υπηρετούν τρείς τουλάχιστον εισαγγελείς, δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση εισαγγελίας εισαγγελέας για τον οποίο συντρέχει κώλυμα της παρ. 6 του άρθρου 15.

 

 

Αρθρο: 16

Ημ/νία: 06.04.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Διεύθυνση εισαγγελιών

Σχόλια: Το παρόν τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3841/2010 ΦΕΚ Α 55/6.4.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

«1. Την εισαγγελία διευθύνει ο εισαγγελέας, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 15. Αν στην ίδια εισαγγελία υπηρετούν περισσότεροι εισαγγελείς, τη διεύθυνση ασκεί ο αρχαιότερος, στο πρόσωπο του οποίου δεν συντρέχουν τα κωλύματα που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 15.

  1. Η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τον Εισαγγελέα που εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία από τις Ολομέλειες των οικείων εισαγγελιών, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για το σκοπό αυτόν ανά διετία την 11η πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου. Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει απαρτία, οι Ολομέλειες συνέρχονται την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και η εκλογή γίνεται από τα μέλη που είναι παρόντα. Υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εισαγγελείς σε αριθμό ίσο με το 1/2 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες. Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή, αποτελούμενη από τον νεότερο εισαγγελέα και τους δύο νεότερους από τους υπηρετούντες αντιεισαγγελείς. Τα ονόματα των εκλόγιμων αναγράφονται κατ’ αλφαβητική σειρά σε ένα ψηφοδέλτιο και κάθε μέλος της Ολομέλειας εκφράζει την προ-τίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο με σταυρό δίπλα στο όνομά του. Διευθύνων την εισαγγελία εκλέγεται ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους και ο αμέσως επόμενος σε αριθμό ψήφων εκλέγεται αναπληρωτής του. Αν υπάρξει ισοψηφία, διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.
  2. Η θητεία των ανωτέρω είναι διετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει την 30ή Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου έτους. Οι εισαγγελείς που διευθύνουν τις παραπάνω εισαγγελίες δεν επιτρέπεται να μετατεθούν για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας τους. Οι ανωτέρω εισαγγελείς εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν οι ανωτέρω εισαγγελείς αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές τους. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον εξόδου από την υπηρεσία διενεργείται αναπληρωματική εκλογή, στην οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Η θητεία του εκλεγόμενου με αναπληρωματική εκλογή διαρκεί έως το χρόνο λήξης της θητείας του θανόντος, του παραιτούμενου ή του καθ’ οιονδήποτε τρόπον εξελθόντος από την υπηρεσία.
  3. Η θέση του διευθύνοντος την εισαγγελία είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δικαστικών ενώσεων. Δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι, όσοι έχουν τα κωλύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 15 του παρόντος.»

 

 

Αρθρο: 16Α

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ

 

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ.3β άρθρου 3 του Ν.2479/1997 (Α 67/6-5-1997).

 

Κείμενο Αρθρου

“Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται με απόφασή του να καθορίζει τα όργανα διοίκησης και διαχείρησης των δικαστικών μεγάρων, τα οποία κατά περίπτωση θα επιμελούνται στην κατάρτιση του κανονισμού λειτουργίας του, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανάγκες των υπηρεσιών που στεγάζονται στο κτίριο αυτό. Αντίγραφο του κανονισμού κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος εντός μηνός μπορεί να τον αναπέμψει για τροποποίηση ή διόρθωση. Οι αποφάσεις που έχουν ήδη εκθοθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος εξακολουθούν να ισχύουν:”

 

 

Αρθρο: 17

Ημ/νία: 23.12.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Σχόλια:Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 1868/1989, (ΦΕΚ Α 230). Η παρ. 1 του τμήματος Α όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 5 του Ν. 1868/1989, αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). Η παρ.2 του τμήματος Α αντικαταστάθηκε με την παρ.4 άρθρου 3 Ν.2479/1997 (Α 67/6-5-1997). Η περίπτωση δ της παρ. 2 του τμήματος Α προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150), αλλά στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 4 του Ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67). Η παράγραφος 1 του τμήματος Β αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). Η παρ. 3 του τμήματος Β αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). Η Τρίτη περίπτωση της παρ. 3 του τμήματος Β, που αναφέρεται στο εφετείο, παρατίθεται ως έχει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3090/2002 (ΦΕΚ Α 329). Προηγουμένως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 3038/2002 (ΦΕΚ Α 180). Πριν από την τελευταία αντικατάστασή της με τον Ν. 3090/2002, η περίπτωση β των αναφερομένων στο Εφετείο διατάξεων της παραγράφου 3 του τμήματος Β’ είχε ως εξής: “των νεότερων προέδρων εφετών και των αρχαιοτέρων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων”. Η παράγραφος 4 του τμήματος Β’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). Η παράγραφος 7α του τμήματος Β προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3090/2002 (ΦΕΚ Α 329).====================** Τα εντός ” ” δύο τελευταία εδάφια της παρ. 4 του στοιχείου Β΄ τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3327/2005 (Α΄ 70/11.3.2005).- Η παρ. 7 του στοιχείου Β΄ της παρ. 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3327/2005 (Α΄ 70/11.3.2005). Τέλος, το στοιχείο Γ΄ προστέθηκε με την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου και, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3327/2005, ισχύει από 16.9.2005.======================- Το εντός ” ” εδάφιο στο τέλος της παρ. 5 του στοιχείου Α΄ και τα εντός ” ” δεύτερο και τρίτο εδάφια της παρ. 1 του στοιχείου Β΄ προστέθηκαν με τα άρθρα 1 και 2 αντιστοίχως του ν. 3346/2005 (Α΄ 140/17.6.2005), σύμφωνα, δε, με το άρθρο 35 του ιδίου νόμου, ισχύουν από 16.9.2005. -Το δεύτερο εδάφιο στοιχείο α΄ παράγραφος 5 του παρόντος, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3346/2005 (ΦΕΚ 140 Α΄),τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 81 του ν. 3659/2008 ΦΕΚ Α 77. Επίσης με τον ίδιο νόμο 3659/2008 ΦΕΚ Α 77 άρθρο 52 αντικαθίστανται η παρ. 1, η περ. β της παρ. 2 και το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του παρόντος. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο του στοιχείου Β της παρ. 1 του παρόντος ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τη διάταξη του άρθρου 34 του ν. 3904/2010 ΦΕΚ Α 218/23.12.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

Α. Κανονισμοί

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 23, κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία, καθώς και οι Γενικές Επιτροπείες του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων καταρτίζουν κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες.».

“2. Ο κανονισμός καταρτίζεται, συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται:

α. των δικαστηρίων, καθώς και των εισαγγελιών στις οποίες υπηρετούν τουλάχιστον πέντε εισαγγελικοί λειτουργοί, από τις ολομέλειες αυτών,

«β) των λοιπών εισαγγελιών από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε αυτές και της Γενικής Επιτροπείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από τα μέλη αυτών».

γ. των αυτοτελών μονομελών δικαστηρίων από τον πρωτοδίκη,

“δ. των ειρηνοδικείων ή πταισματοδικείων στα οποία υπηρετεί ένας ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, από το δικαστή αυτόν”.

  1. Μέχρις ότου εκδοθεί και ισχύσει ο κανονισμός, τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 ρυθμίζονται με πράξη του δικαστή ή του εισαγγελέα που διευθύνει την εισαγγελία.
  2. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα να ζητήσει τη σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονισμού.

«5. Οι ανωτέρω κανονισμοί ορίζουν τα τμήματα των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, τον τρόπο συγκρότησής τους, τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων καθεμιάς δικασίμου, την κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα, το χρονικό διάστημα που θα υπηρετούν οι δικαστές στα τμήματα, καθώς και οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους.». «Ο προσδιορισμός δικασίμων των αγωγών, αιτήσεων και εφέσεων που κατατίθενται στα πολιτικά δικαστήρια γίνεται μέσα σε εύλογο χρόνο, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες για τις ειδικές διαδικασίες και τους δώδεκα (12) μήνες για την τακτική διαδικασία, με την επιφύλαξη των οριζομένων στον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του δικαστηρίου.».

  1. Ενα μήνα πριν από την επικείμενη κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση του κανονισμού ή διατάξεών του ειδοποιούνται εγγράφως η οικεία ένωση δικαστικών λειτουργών, ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, ο δικηγορικός σύλλογος της έδρας του δικαστηρίου και η οικεία συνδικαλιστική οργάνωση των δικαστικών υπαλλήλων για να υποβάλλουν, αν επιθυμούν έγγραφες προτάσεις για θέματα σχετιζόμενα με το αντικείμενο του κανονισμού. Τις προτάσεις αυτές καλούνται να αναπτύξουν αμέσως μετά την έναρξη της συνεδρίασης της ολομέλειας ο εκπρόσωπος της ένωσης δικαστικών λειτουργών, ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και οι πρόεδροι του δικηγορικού συλλόγου και της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δικαστικών υπαλλήλων οι οποίοι στη συνέχεια αποχωρούν.
  2. Οι κανονισμοί και οι οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους υποβάλλονται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα, μέσα σ’ ένα μήνα από την ημέρα που ο κανονισμός έχει περιέλθει σ’ αυτόν, να τον παραπέμψει για συμπλήρωση, τροποποίηση ή ακύρωση στο αντίστοιχο όργανο του αμέσως ανώτερου δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Οι κανονισμοί ισχύουν από την ημέρα της δημοσίευσής τους ή τη χρονολογία που αυτοί ορίζουν. Προκειμένου για κανονισμούς των διοικητικών εφετείων ο Υπουργός της Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα να παραπέμψει για μια μόνο φορά τον κανονισμό με τις υποδείξεις του για συμπλήρωση, τροποποίηση ή ακύρωση της ολομέλειας αυτού του δικαστηρίου.

Β. Κλήρωση των συνθέσεων

“1. Σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση”. “Παραλείπονται ως μη ισχύοντα”

  1. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων στις δικασίμους κάθε μήνα γίνεται από το πρώτο τριμελές πλημμελειοδικείο ή τριμελές ποινικό εφετείο στην πρώτη δικάσιμο του δεύτερου δεκαήμερου του προηγούμενου μήνα και, αν δεν υπάρχει ή ματαιωθεί για οποιοδήποτε λόγο, γίνεται την επόμενη δικάσιμο ή εργάσιμη ημέρα αντίστοιχα.

“3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα: Στο πρωτοδικείο:

α) όλων των προέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ο ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός από τους προέδρους των τριμελών πλημμελειοδικείων,

β) των αρχαιότερων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων,

γ) όλων των υπόλοιπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και οι δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων,

δ) των παρέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται μόνο αριστερά μέλη στις συνθέσεις τριμελών πλημμελειοδικείων.

Στην εισαγγελία πρωτοδικών:

α) όλων των εισαγγελέων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός από τους εισαγγελείς των τριμελών πλημμελειοδικείων,

β) όλων των αντεισαγγελέων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός από τους εισαγγελείς των μονομελών πλημμελειοδικείων,

γ) των παρέδρων εισαγγελίας, από τους οποίους κληρώνονται εισαγγελείς των μονομελών πλημμελειοδικείων και εφόσον επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες και ανάλογος αριθμός από τους εισαγγελείς των τριμελών πλημμελειοδικείων. “Στο Εφετείο:

α) Των αρχαιότερων προέδρων εφετών μέχρι του αναγκαίου αριθμού, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων και των πενταμελών εφετείων,

β) των νεότερων προέδρων εφετών και των αρχαιότερων εφετών, μέχρι του αναγκαίου αριθμού, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους

οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων κακουργημάτων ή και τριμελών εφετείων πλημμελημάτων.

γ) Ολων των υπόλοιπων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών εφετείων, των πενταμελών εφετείων και των τριμελών εφετείων”. Στην εισαγγελία εφετών:

α) όλων των εισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται εισαγγελείς των μικτών ορκωτών, των πενταμελών και ανάλογος αριθμός από τους εισαγγελείς των τριμελών εφετείων,

β) όλων των αντεισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών εφετείων.”

“4. Με βάση τους άνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός.

Αν εξαντληθούν οι κλήροι πριν συμπληρωθούν όλες οι συνθέσεις, τοποθετούνται πάλι στην κληρωτίδα. Δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ίδιου δικαστικού έτους έχουν κληρωθεί κατ’ επανάληψη, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν με προσφυγή στο τριμελές συμβούλιο ή στον προϊστάμενο της εισαγγελίας την εξαίρεσή τους από την κλήρωση του επόμενου μήνα.

Στην κληρωτίδα δεν τίθενται τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών που έχουν συμπληρώσει την ανάλογη μηνιαία υπηρεσία.

«Στο δικαστήριο που ενεργεί την κλήρωση μετέχουν δύο γραμματείς, οι οποίοι τηρούν τα πρόχειρα πρακτικά χωριστά με χρήση χημικού χάρτη σε δύο όμοια πρωτότυπα ο καθένας, τα οποία υπογράφονται στην έδρα από τα μέλη της σύνθεσης. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου.»**

5.Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι συμπάρεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς.

  1. Ο κανονισμός του δικαστηρίου και, αν δεν υπάρχει, η πράξη του δικαστή του προέδρου του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ρυθμίζει τις λοιπές λεπτομέρειες της διαδικασίας της κλήρωσης.

«7.α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5 για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου.

β. Όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αν εμφανιστεί ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με αιτιολογημένη πράξη του αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα αντιστοίχως.»

“7α. Σε υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί αρμοδίως για να εκδικαστούν στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων και λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να διαρκέσουν επί μακρό χρόνο, η ολομέλεια του δικαστηρίου των εφετών, που συνέρχεται μετά από πρόσκληση του διευθύνοντος το δικαστήριο δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την κλήρωση της συνθέσεως, ορίζει από μεν τους προέδρους εφετών αριθμό δεκαπλάσιο, από δε τους εφέτες αριθμό δεκαπενταπλάσιο του απαιτούμενου για τη συγκρότηση του δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων θα κληρωθούν ο πρόεδρος του δικαστηρίου από τους προέδρους εφετών και τα σύνεδρα μέλη του δικαστηρίου από τους εφέτες, οι οποίοι με τους αναπληρωτές τους, έναν πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες, που κληρώνονται από τον ίδιο αριθμό δικαστών και συμπαρεδρεύουν (άρθρο 9 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) θα συγκροτήσουν το δικαστήριο του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων.

Η απόφαση της ολομέλειας ισχύει από τη δημοσίευσή της. Τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια ισχύουν και για τη συγκρότηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στην περίπτωση που οι υποθέσεις αυτές αχθούν ενώπιόν του. Ο εισαγγελέας της έδρας και ο αναπληρωτής του, ο οποίος συμπαρίσταται, κληρώνονται από δέκα εισαγγελείς εφετών που έχουν οριστεί από την ολομέλεια της οικείας εισαγγελίας με την ίδια διαδικασία, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια. Η κλήρωση για τη συγκρότηση του δικαστηρίου γίνεται την πρώτη ημέρα συνεδρίασης του προηγούμενου της δικασίμου μήνα από το Α’ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων σε δημόσια συνεδρίαση. Οι κληρωθέντες συμμετέχουν σε κάθε τυχόν επόμενη μετ’ αναβολή δικάσιμο, εκτός εάν παύσουν για οποιονδήποτε λόγο να ανήκουν στη δύναμη του δικαστηρίου, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Στην περίπτωση αυτή, στη θέση του αναπληρωματικού, εφόσον εξακολουθεί να συντρέχει ο λόγος αναπλήρωσης, ορίζεται με την ίδια διαδικασία από την ολομέλεια νέο μέλος”.

  1. Απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή ν’ αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου.

Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται:

α. Ο προσδιορισμός 1) αν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στη δικογραφία, 2) αν ο κατηγορούμενος κρατείται και συμπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής του κράτησης, 3) αν πρόκειται για υποθέσεις του άρθρου 27 παρ.2 του παρόντος νόμου, 4) αν ο νόμος ορίζει προθεσμία προσδιορισμού.

β. Η αναβολή 1) αν ο νόμος ορίζει προθεσμία αναβολής, 2) αν συντρέχει λόγος αναβολής σε σύντομη ρητή δικάσιμο, που αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση.

  1. Ο προσδιορισμός των ποινικών υποθέσεων γίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα με σημείωση της δικασίμου, χρονολογία και υπογραφή του στους φακέλους των δικογράφων.
  2. Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης.
  3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν έχουν εφαρμογή στην κατάρτιση των συνθέσεων των δικαστηρίων ανηλίκων”.

«Γ. Κλήρωση των συνθέσεων σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων

  1. Σε όσα Πρωτοδικεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις για την εκδίκαση των υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683,684 Κ.Πολ.Δ.) καταρτίζονται με κλήρωση.
  2. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων στις δικάσιμους αυτές γίνεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, του οποίου η σύνθεση ορίζεται για το σκοπό αυτόν από το Συμβούλιο Διοίκησης, όπου αυτό υπάρχει, ή το δικαστή που διευθύνει το οικείο δικαστήριο. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο συνεδριάζει δημόσια την πρώτη, εκτός από την 1η Ιανουαρίου, και δέκατη έκτη ημέρα κάθε μήνα. Με την κλήρωση καταρτίζονται οι συνθέσεις μέχρι και τρεις ημέρες μετά την ημερομηνία της επόμενης συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Αν η συνεδρίαση συμπέσει με μη εργάσιμη ημέρα ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, γίνεται την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα. Αν ανακύψει στην τελευταία περίπτωση ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης, ο δικαστής ή ο Πρόεδρος του Συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο, με αιτιολογημένη πράξη τους, ορίζουν τους δικαστές που θα διενεργήσουν την κλήρωση τη συγκεκριμένη ημέρα.
  3. Ο δικαστής ή το Συμβούλιο Διοίκησης που διευθύνει το δικαστήριο καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα όλων των προέδρων πρωτοδικών και των αναγκαιούντων για την κατάρτιση των συνθέσεων αρχαιότερων πρωτοδικών. Με βάση τους παραπάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλες οι συνθέσεις των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 4,5 και 6 του στοιχείου Β’ του παρόντος άρθρου.
  4. α. Κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών η κλήρωση διενεργείται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο που συνεδριάζει κατά τις οριζόμενες σε κάθε δικαστήριο δικάσιμους, και για χρονική περίοδο μέχρι και τρεις ημέρες μετά την ημερομηνία της επόμενης συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου.

β. Κατά την περίοδο του Πάσχα η κλήρωση διενεργείται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που συνεδριάζει για το σκοπό αυτόν σε μία από τις αναφερόμενες στο εδάφιο 2 ημερομηνίες, που απέχει δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν και δέκα τουλάχιστον ημέρες μετά την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα.»

 

 

Αρθρο: 18

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Δικαστικό κατάστημα και συνεδριάσεις των δικαστηρίων.

Σχόλια: Το στοιχείο β της παρ. 6 παρατίθεται ως έχει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του ορίζει τα δικαστικά καταστήματα.
  2. Τις αίθουσες του καταστήματος στις οποίες συνεδριάζουν τα δικαστήρια ορίζουν με πράξη τους:

α. του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρός του,

β. των δικαστηρίων της έδρας του εφετείου ή του διοικητικού εφετείου αντίστοιχα, ο δικαστής που το διευθύνει,

γ. των άλλων δικαστηρίων, οι δικαστές που τα διευθύνουν.

Η πράξη γνωστοποιείται με κοινοποίηση στους δικηγορικούς συλλόγους της περιφέρειας του δικαστηρίου και με επικόλλησή της στην είσοδο του δικαστικού καταστήματος.

  1. Αν για οποιοδήποτε λόγο η συνεδρίαση του δικαστηρίου στην αίθουσα που έχει οριστεί είναι αδύνατη, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ορίζει, αν αυτό είναι δυνατό ,άλλη αίθουσα συνεδριάσεων του ίδιου καταστήματος, με πράξη του, που γνωστοποιείται με τον προσφορότερο τρόπο πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Η συνέχιση της συνεδρίασης μπορεί να γίνει και σε άλλη αίθουσα που ορίζει ο δικαστής που διευθύνει τη συνεδρίαση και την ανακοινώνει από την έδρα.

Αν υπάρχει διαρκής αντικειμενική αδυναμία πραγματοποίησης των συνεδριάσεων του δικαστηρίου, ορίζεται, ύστερα από αίτηση του δικαστή που το διευθύνει, από τον Υπουργό, η αίθουσα άλλου δικαστηρίου για την πραγματοποίηση των συνεδριάσεων. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.

  1. Στην αίθουσα συνεδριάσεων υπάρχουν ιδιαίτερη έδρα για το δικαστήριο, ειδικά έδρανα για τους δικηγόρους και χωριστές θέσεις για τους διαδίκους, τους κατηγορουμένους, τους μάρτυρες και τους ακροατές.

Τη διαρρύθμιση των αιθουσών, όπου συνεδριάζουν τα δικαστήρια, καθορίζει ειδικότερα με απόφασή του ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

  1. Η θέση του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση είναι στο μέσο των άλλων δικαστών. Η θέση του γενικού επιτρόπου ή του αναπληρωτή του, όταν παρίσταται, του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατήγορου είναι το δεξιό και του γραμματέα στο αριστερό μέρος. Οι εισαγγελείς δημόσιοι κατήγοροι, δικηγόροι, διάδικοι, μάρτυρες και κατηγορούμενοι απευθύνονται προς το δικαστήριο όρθιοι.
  2. Τα δικαστήρια συνεδριάζουν τις εργάσιμες ημέρες. Η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί και για ημέρα που είναι αργία.

Τα δικαστήρια μπορούν να συνεδριάζουν και σε ημέρα αργίας για να δικάσουν:

α. υποθέσεις ποινικές, με τη διαδικασία των άρθρων 409-427 του Κ.Π.Δ. “β. υποθέσεις που εισάγονται να δικαστούν με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή για τις οποίες ο δικαστής του μονομελούς ή ο πρόεδρος του πολυμελούς, αρμόδιου για την εκδίκασή τους, δικαστηρίου κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την αναβολή. Κάθε δικαστής, εισαγγελέας, δημόσιος κατήγορος, γραμματέας και επιμελητής ακροατηρίου οφείλει να εμφανίζεται κατά την ορισμένη ώρα στο τόπο της συνεδρίασης.

  1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του ορίζει τις ώρες εργασίες των δικαστικών γραφείων και της εισόδου σ’ αυτά του κοινού.

Αν τοπικές ή άλλες συνθήκες επιβάλλουν ειδική ρύθμιση, εξουσιοδοτεί το όργανο που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία να ρυθμίσει το ωράριο εργασίας με πράξη του που γνωστοποιείται με το προσφορότερο μέσο.

  1. Τα μέλη του Αρείου Πάγου και της εισαγγελίας του και ο γραμματέας του φορούν στις δημόσιες συνεδριάσεις τήβεννο που καθορίζει ο Υπουργός της Δικαιοσύνης με απόφασή του. Η χρήση τηβέννου μπορεί να επεκταθεί σταδιακώς και σε άλλα δικαστήρια ή κατηγορίες δικαστικών λειτουργών και λοιπών παραγόντων της δίκης με υπουργική απόφαση που θα καθορίζει το ύφασμα, το σχήμα και τον τρόπο ραφής, το χρώμα, την ανάληψη της σχετικής δαπάνης και κάθε άλλη λεπτομέρεια για κάθε κατηγορία.
  2. Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την ευταξία και ευπρέπεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου.

 

 

Αρθρο: 19

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Εποπτεία

Σχόλια

Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230).Η περίπτωση β της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ.5 άρθρου 3 Ν.2479/1997 (Α 67/6-5-1997). Η περίπτωση δ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).Η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112).

 

Κείμενο Αρθρου

“1. Ασκούν εποπτεία:

α. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης στην διοίκηση της δικαιοσύνης.

“β. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας στα διοικητικά δικαστήρια όλης της Χώρας, τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και τις γραμματείες τους και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια όλης της Χώρας και τις γραμματείες τους.”

γ. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στις εισαγγελίες όλης της Χώρας και στις γραμματείες τους.

“δ. Ο γενικός επίτροπος της επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στα δικαστήρια αυτά και στις γραμματείες τους”.

ε. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο στα δικαστήρια της περιφέρειας του εφετείου και τις γραμματείες τους.

ζ. Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία εφετών στις εισαγγελίες και τις γραμματείες της περιφέρειάς της.

η. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο στα δικαστήρια της περιφέρειας του πρωτοδικείου και τις γραμματείες του.

θ. Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία πρωτοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους, δημόσιους κατήγορους, συμβολαιογράφους, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογίων και υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, ληξιάρχους, υπαλλήλους και επιμελητές της εισαγγελίας πρωτοδικών και τους άμισθους δικαστικούς επιμελητές.

  1. Η εποπτεία συνίσταται στην επίβλεψη και στην έκδοση γενικών οδηγιών για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.
  2. Οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό αδίκημα”.

“4. Στην εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανήκει και η έκδοση γενικών ενημερωτικών οδηγιών προς τις εισαγγελίες σε σχέση με την εφαρμογή των νομικών μέσων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αφορούν τη δικαστική συνεργασία των Κρατών – Μελών στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών της διεθνούς τρομοκρατίας, της σύστασης συμμοριών και εγκληματικών οργανώσεων για τη διάπραξη ανθρωποκτονιών, εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των εγκλημάτων με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας και του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος.”

 

 

Αρθρο: 20

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Γραφείο νομολογίας και έρευνας

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Σε κάθε δικαστήριο, στο οποίο υπηρετούν περισσότεροι από δύο (2) πρόεδροι, λειτουργεί γραφείο νομολογίας και έρευνας. Εργο του γραφείου αυτού είναι ιδίως:

α. η συγκέντρωση, ταξινόμηση, ευρετηρίαση και γενικότερα η αξιοποίηση, κατά τον προσφορότερο τρόπο, νομολογιακού υλικού και η σύνδεσή του για την παροχή πληροφοριών με ηλεκτρονικό υπολογιστή και

β. η οργάνωση της βιβλιοθήκης του δικαστηρίου.

  1. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο γραφείο διευθύνεται από δικαστή και στελεχώνεται από υπαλλήλους της γραμματείας του δικαστηρίου. Ο δικαστής κατά το χρονικό διάστημα που διευθύνει το παραπάνω γραφείο, μπορεί, αν τούτο κρίνεται αναγκαίο να απαλλαγεί, με απόφαση της ολομέλειας, μερικώς από τα κύρια δικαστικά του καθήκοντα.

 

 

Αρθρο: 21

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Υπηρεσιακή σφραγίδα.

 

Κείμενο Αρθρου

Τα δικαστήρια και οι γραμματείς τους χρησιμοποιούν για την εγκυρότητα των εγγράφων που εκδίδουν, υπηρεσιακή σφραγίδα που αποτελείται από τρεις ομόκεντρους κύκλους, με διάμετρο του εξωτερικού κύκλου 0.04 μ. Αυτή στον εσωτερικό κύκλο φέρει το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας, στο ενδιάμεσο κυκλικό διάστημα την ονομασία του δικαστηρίου και στον εξωτερικό κύκλο τις λέξεις “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ”.

 

 

Αρθρο: 22

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αλληλογραφία – Αντίγραφα

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι δικαστικές αρχές αλληλογραφούν μεταξύ τους και με άλλες αρχές, καθώς και με οποιοδήποτε πρόσωπο, απευθείας, εκτός αν ο νόμος επιβάλλει να τηρηθεί ορισμένη διαδικασία.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του μπορεί να ορίσει τον τύπο και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν οι δικαστικές αρχές και οι δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι, όταν υποβάλλουν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης εκθέσεις, αναφορές, αιτήσεις ή άλλα έγγραφα.

  1. Εχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση, αντίγραφα ή αποσπάσματα:

α) των αποφάσεων και των εγγράφων κάθε άλλης διαδικασίας, εκτός από την ποινική, καθώς και των αποφάσεων, και γνωμοδοτήσεων για διοικητικά θέματα, οι διάδικοι, ενώ οι τρίτοι μόνο αν έχουν έννομο συμφέρον, κατά την κρίση του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο.

β)των εγγράφων, της ποινικής διαδικασίας, όσοι και όπως ορίζει το άρθρο 147 του κώδικα ποινικής δικονομίας.

Με τους ίδιους όρους χορηγούνται πιστοποιητικά που βεβαιώνουν το χρόνο δημοσίευσης και το διατακτικό των αποφάσεων των πολιτικών και τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

 

 

Αρθρο: 23

Ημ/νία: 18.12.2009

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΑΠ

 

Τίτλος Αρθρου: Ολομέλεια – τμήματα

Σχόλια

– Οι παρ. 1 και 2 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 (ΦΕΚ Α 173). Στη συνέχεια, τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 2 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 2479/1997 (Α 67/6-5-1997). – Οι πρώην παρ. 2 και 3 αριθμήθηκαν σε παρ. 3 και 4 με την παρ. 2 του άρθρου 16 του Ν. 2331/1995 (Α 173).- Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 3 προστέθηκαν με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α 62).- Η παρ.4 καταργήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 16 του Ν.2331/1995 (Α 173).- Η παράγραφος 5 παρατίθεται ως έχει μετά την τροποποίησή της με τα άρθρα 16 παρ. 3 του Ν. 2331/1995 (ΦΕΚ Α 173) και 2 παρ. 2 του Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α 62). Στο άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207) ορίζονται τα εξής: “Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 23 του Ν. 1756/1988 εφαρμόζονται αναλόγως και στο Ελεγκτικό Συνέδριο”. ================================= – Η παρ. 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3346/2005 (Α΄ 140/17.6.2005). —————————————————- – Τα εδάφια 2 και 3 της παρ. 3 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 3514/2006 ΦΕΚ Α 266/6.12.2006. =================================== – Το εντός ” ” εδάφιο στο τέλος της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008) και ισχύει από 7.6.2008. – Τα εντός ” ” δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδ. της παρ. 3 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 3811/2009 (Α΄ 231/18.12.2009).

 

Κείμενο Αρθρου

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ειδικές διατάξεις.

Κεφάλαιο Ε’.

Άρειος Πάγος.

“1. Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου δικάζει σε τμήματα και σε Ολομέλεια. Κάθε τμήμα συγκροτείται από τον πρόεδρό του και τέσσερις αρεοπαγίτες. Η Ολομέλεια συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από το ήμισυ τουλάχιστον των λοιπών μελών του Αρείου Πάγου (πλήρης Ολομέλεια).

  1. Οταν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δικάζει πολιτικές ή ποινικές δικάζει πολιτικές ή ποινικές υποθέσεις, αποτελείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και εναλλάξ, κατά δικάσιμο, από τους αντιπροέδρους και τους αρεοπαγίτες που κληρώνονται κατά έτος και συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία δεκαεπτά (17) τουλάχιστον μελών (τακτική Ολομέλεια). Αν λόγω έλλειψης ή κωλύματος δεν αρκούν για τη συγκρότηση της τακτικής Ολομέλειας οι κληρωθέντες, καλούνται για τη συγκρότησή της αρεοπαγίτες της άλλης σειράς, κατά την τάξη της κληρώσεώς τους”. Στην πλήρη Ολομέλεια υπάγονται:

α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου και β) αιτήσεις αναίρεσης που παραπέμπονται σε αυτήν για εκδίκαση με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος ή με απόφαση της τακτικής Ολομέλειας. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, αν πρόκειται Μα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Η τακτική Ολομέλεια οφείλει να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην πλήρη Ολομέλεια, αν σχηματισθεί πλειοψηφία με διαφορά μιας μόνον ψήφου. «Η απόφαση της Ολομέλειας λαμβάνεται μετά από διάσκεψη στην οποία αρκεί να παρίστανται τουλάχιστον δεκαπέντε (15) μέλη (τακτική Ολομέλεια) ή είκοσι εννέα (29) μέλη (πλήρης Ολομέλεια) εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης μελών αυτής, εφόσον τα ελλείποντα μέλη έχουν αποβιώσει ή αποχωρήσει από την υπηρεσία ή συντρέχει στο πρόσωπό τους σοβαρό κώλυμα, που αναφέρεται στο πρακτικό της διάσκεψης.».

3.(2).Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ορίζονται τα πολιτικά και ποινικά τμήματα, η συγκρότησή τους, οι αρμοδιότητες κάθε τμήματος και ρυθμίζεται η εσωτερική οργάνωση, ο τρόπος διεξαγωγής των εργασιών και κάθε άλλη λεπτομέρεια που αφορά την εύρυθμη λειτουργία του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας του. «Εφόσον στον Άρειο Πάγο λειτουργούν τρία ποινικά τμήματα, στο προηγούμενο κατά τη σειρά της αρίθμησης τμήμα εισάγονται οι αιτήσεις αναίρεσης, στις οποίες κατά την προσβαλλόμενη απόφαση ή κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα το επώνυμο του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος ή αναιρεσιβλήτου) ή του πρώτου από αυτούς, αρχίζει από τα γράμματα Α μέχρι και ΚΑ, στο δεύτερο εισάγονται όσων το επώνυμο αρχίζει από τα γράμματα KB μέχρι και ΠΑ και στο επόμενο τμήμα εισάγονται οι υπόλοιπες υποθέσεις. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των άρθρων 451, 528 και 529 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επιτρέπεται να μεταβάλλεται ο τρόπος κατανομής των αιτήσεων αναιρέσεων μεταξύ των ποινικών τμημάτων του ίδιου δικαστηρίου.»

«4. Με απόφαση της Ολομέλειας σε συμβούλιο, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γίνεται η σύνθεση των τμημάτων, με κατανομή σε αυτά των μελών του Αρείου Πάγου. Για την κατανομή λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις των αντιπροέδρων και των αρεοπαγιτών, όπως και η αρχαιότητα τους, προκειμένου να υπηρετούν σε κάθε τμήμα και αρχαιότεροι αρεοπαγίτες. Κατά την κατανομή μπορεί να ορίζονται για κάθε τμήμα και αναπληρωτές αρεοπαγίτες, που υπηρετούν σε άλλα τμήματα. Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου μπορεί κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους να συμπληρώνει τη σύνθεση ορισμένων τμημάτων από άλλα τμήματα, εφόσον αυτό επιβάλλεται από ειδικές υπηρεσιακές ανάγκες. Η πράξη αυτή του Προέδρου έχει προσωρινή ισχύ μέχρι να ληφθεί σχετική απόφαση από την Ολομέλεια, η οποία πρέπει να συγκληθεί προς τούτο μέσα σε τριάντα ημέρες και η απόφαση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

“5. Στις συνεδριάσεις της ολομέλειας “(πλήρους και τακτικής)” και των ποινικών τμημάτων του Αρείου Πάγου παρίσταται ο εισαγγελέας του. Στις συνεδριάσεις των τμημάτων που εκδικάζουν πολιτικές υποθέσεις ο Εισαγγελέας παρίσταται μόνο αν είναι διάδικος ή έχει υποβάλει, έως την έναρξη της δικασίμου, έγγραφη πρόταση την οποία και αναπτύσσει προφορικά.

  1. Αν δεν υπάρχει, κωλύεται ή είναι απών, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναπληρώνεται από αντεισαγγελέα κατά τη σειρά της αρχαιότητάς του. Αν οι αντεισαγγελείς κωλύονται ή είναι απόντες, ο εισαγγελέας αναπληρώνεται από το νεότερο αρεοπαγίτη.”

 

 

Αρθρο: 24

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ

 

Τίτλος Αρθρου: Ανεξάρτητη δικαστική αρχή

Σχόλια: Η περίπτωση α της παρ. 5 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230).

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΣΤ’

Εισαγγελία.

  1. Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία.
  2. Δρα ενιαία και αδιάκριτα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.
  3. Η τοπική αρμοδιότητα της εισαγγελίας συμπίπτει του δικαστηρίου στο οποίο λειτουργεί.
  4. Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Οι εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του. Κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στο νόμο και στην συνείδησή του.
  5. Εχουν δικαίωμα να απευθύνουν παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους:

“α. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της Χώρας”.

β) Ο εισαγγελέας εφετών και πρωτοδικών, προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς, ανακριτικούς υπαλλήλους, δημόσιους κατηγόρους, συμβολαιογράφους, υπαλλήλους εισαγγελίας, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογιών, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, ληξιάρχους υπαλλήλους και επιμελητές και άμισθους δικαστικούς επιμελητές, της περιφέρειας της εισαγγελίας εφετών ο πρώτος και πρωτοδικών ο δεύτερος.

  1. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο εισαγγελέας δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους και αυτοί από το δικαστή που ορίζει ο προϊστάμενος του δικαστηρίου.

 

 

Αρθρο: 25

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ

 

Τίτλος Αρθρου: Αρμοδιότητες

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται:

α. η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης,

β. η άσκηση της ποινικής δίωξης,

γ. η διεύθυνση της προανάκρισης,

δ. η εποπτεία και ο έλεγχος των αστυνομικών αρχών αναφορικά με την πρόληψη και τη δίωξη των εγκλημάτων,

ε. η υποβολή προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια,

στ. η άσκηση των ένδικων μέσων,

ζ. η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων και η παροχή συνδρομής για την εκτέλεση εκτελεστών τίτλων,

η. η εποπτεία και ο έλεγχος των σωφρονιστικών καταστημάτων,

θ. ο έλεγχος των δημόσιων κατηγόρων, των συμβολαιογράφων, των φυλάκων μεταγραφών, υποθηκών, νηολογίων, κτηματολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, των ληξιάρχων και των υπαλλήλων, επιμελητών και άμισθων δικαστικών επιμελητών,

ι. ό,τι άλλο ο νόμος ορίζει.

  1. Οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα, που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια, όταν τους υποβάλλουν ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους:

α. όσοι αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο παράγραφος 5β,

β. οι υπηρεσίες του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του ποινικού νόμου.

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος.

3.Οι εισαγγελείς βεβαιώνουν την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των εισαγγελικών λειτουργών και υπαλλήλων της εισαγγελίας τους. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών βεβαιώνει επίσης την ιδιότητα και το γνήσιο υπογραφής των προσώπων που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο παράγραφος 5β.

  1. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών:

α) έχει δικαίωμα να συνιστά σε όσους φιλονικούν να αποφύγουν της τέλεση αξιόποινων πράξεων και να επιδιώξουν την ειρηνική λύση της διαφοράς τους,

β) δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ.

 

 

Αρθρο: 26

Ημ/νία: 12.07.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ – ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ανακριτές και δικαστές ανηλίκων

Σχόλια: Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ.4 του Ν. 1868/1989, (ΦΕΚ Α 230).Το εδάφιο γ της παρ.1, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο 6 παρ.1 του Ν.2408/1996 (Α΄ 104) και τροποποιηθεί με το άρθρο 21 παρ.2 του Ν.2521/1997 (Α΄ 174), αντικαταστάθηκε εκ νέου από την παρ.1 του άρθρου 58 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165). Το εδάφιο δ της παρ. 1 προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 9 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112). -Από την παρ 1 του παρόντος διαγράφηκαν οι λέξεις “και δικαστές ανηλίκων”, η παρ. 3 αντικαταστάθηκε και η παρ. 6 επίσης αντικαταστάθηκε με τις παρ. 3,4 και 5 αντίστοιχα του άρθρου 4 του ν. 3860/2010 ΦΕΚ Α 111/12.7.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Ζ’

Πολιτικά και ποινικά δικαστήρια.

“1. Ανακριτές “διαγράφονται λέξεις” στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για μια διετία ένας ή περισσότεροι πρωτοδίκες με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, και πρόταση του οικείου εισαγγελέα εφετών. Με την ίδια διαδικασία ορίζεται ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων του εφετείου.

“Στα πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ως ανακριτές ορίζονται πρωτοδίκες με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτών ως παρέδρων πρωτοδικείου και, σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν, ορίζονται ως ανακριτές οι κατά το διορισμό αρχαιότεροι”.

“Στα λοιπά δικαστήρια πλημμελειοδικών οι ανακριτές ορίζονται μεταξύ των αρχαιότερων πρωτοδικών, εφόσον δεν έχουν ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα ανακριτή στο ίδιο δικαστήριο”.

  1. Σε υποθέσεις επείγουσες ή που απαιτούν ιδιαίτερη ή μακρόχρονη έρευνα, το συμβούλιο και ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών, να ορίσει επίκουρο ανακριτή έναν ή περισσότερους πρωτοδίκες, προκειμένου να βοηθηθεί ο ανακριτής, αν αυτός το ζητήσει. Σε περίπτωση που τον ανακριτή έχει διορίσει η ολομέλεια, αυτή ορίζει και τον επίκουρο.

«3. Δικαστές ανηλίκων στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για μια τριετία ένας ή περισσότεροι πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και πρόταση του οικείου εισαγγελέα εφετών. Με την ίδια διαδικασία ορίζεται ο δικαστής ανηλίκων του εφετείου. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι από είκοσι δικαστές, οι δικαστές ανηλίκων ορίζονται από την ολομέλεια του δικαστηρίου. Για το διορισμό στη θέση του δικαστή και του εισαγγελέα ανηλίκων αξιολογείται η προηγούμενη συμμετοχή σε ειδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης που οργανώνει η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών ή η κατοχή διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου στο ειδικό αντικείμενο.»

  1. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ή έπαψε να υπηρετεί ο ανακριτής και δεν μπορεί άλλος ανακριτής να τον αναπληρώσει, ο δικαστής ή το συμβούλιο που διευθύνει το πρωτοδικείο ορίζει ως ανακριτή έναν πρωτοδίκη για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες.
  2. Αν συντρέχει επείγουσα ανάγκη, ανακριτικά καθήκοντα εκτελεί και ο πρόεδρος πρωτοδικών.

«6. Ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου για τον οποίο ορίστηκαν, μέχρι την αντικατάστασή τους ή την ανανέωση της θητείας τους. Πριν από την πάροδο του παραπάνω χρονικού διαστήματος απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους με τη διαδικασία της παραγράφου 1, ή κατά περίπτωση της παραγράφου 3, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Η θητεία του ανακριτή, του δικαστή ανηλίκων και του εισαγγελέα ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με τον ίδιο τρόπο για μια ακόμη διετία ή τριετία αντίστοιχα.»

 

 

Αρθρο: 27

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

 

Τίτλος Αρθρου: Εκδίκαση υποθέσεων κατά τις δικαστικές διακοπές από τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια.

Σχόλια: Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Στην περίοδο των διακοπών (1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου) τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια κατ’ εξαίρεση δικάζουν:

α. ποινικές υποθέσεις,

β. υποθέσεις τις οποίες, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο χαρακτήρισε ως κατεπείγουσες, με σημείωσή του στην υποβαλλόμενη αίτηση. Ο ίδιος δικαστής, μπορεί να επιτρέψει να διεξαχθεί κατά τη διάρκεια των διακοπών, απόδειξη που δεν έχει αρχίσει, αν από την αναβολή κινδυνεύει να ματαιωθεί.

γ. υποθέσεις που αφορούν:

αα. ασφαλιστικά μέτρα και αναστολή εκτέλεσης,

ββ. διαταγές πληρωμής και πιστωτικούς τίτλους,

γγ. εργατικές διαφορές και

δδ. απόδοση της χρήσης του μισθίου.

  1. Κατά το μήνα Αύγουστο τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια δικάζουν μόνο: αα. ποινικές υποθέσεις που εκδικάζονται με τη διαδικασία των άρθρων 417-427 του κώδικα ποινικής δικονομίας, ή για τις οποίες προβλέπεται προθεσμία εκδίκασης, ή αφορούν τον καθορισμό συνολικής ποινής,

ή αιτήσεις ακύρωσης διαδικασίας και απόφασης,

ή αιτήσεις αναβολής της δίκης ή διακοπής της ποινής,

ή αντιρρήσεις ή αμφιβολίες για την εκτέλεση ποινής και την ανασταλτική δύναμη ένδικου μέσου.

ββ. αιτήσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ή την αναστολή εκτέλεσης αποφάσεων.

“3. Η ολομέλεια του δικαστηρίου καταρτίζει τα τμήματά του και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία τα τμήματά της για το διάστημα των διακοπών, ανάλογα με την κίνησή τους και τον αριθμό των λειτουργών τους. Η απόφαση υποβάλλεται το δεύτερο δεκαήμερο του Μαίου στον Υπουργό Δικαιοσύνης ο οποίος έχει δικαίωμα, εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την ημέρα που έχει περιέλθει σ’ αυτόν, να την παραπέμψει για συμπλήρωση, τροποποίηση ή ακύρωση στο αντίστοιχο όργανο του αμέσως ανωτέρου δικαστηρίου ή εισαγγελίας. Προκειμένου για διοικητικά εφετεία ο Υπουργός της Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα να παραπέμψει για μία μόνο φορά την απόφαση με τις υποδείξεις του για συμπλήρωση, τροποποίηση ή ακύρωση στην ολομέλεια αυτού του δικαστηρίου”.

  1. Η αναπλήρωση του ανακριτή κατά το διάστημα των διακοπών γίνεται με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου.
  2. Οι δικαστικοί λειτουργοί που απομακρύνονται από την έδρα τους κατά τη διάρκεια των διακοπών, οφείλουν να δηλώνουν στο δικαστή ή τον εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αντιστοίχως τον τόπο της διαμονής τους.
  3. Αν κατά τη διάρκεια των διακοπών ανακύψει αναπόφευκτη υπηρεσιακή ανάγκη, μπορεί να ανακληθούν από τις διακοπές τους:

α. οι δικαστές, από το δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο.

β. οι εισαγγελικοί λειτουργοί, από τον εισαγγελέα που διευθύνει την οικεία ή την αμέσως ανώτερη εισαγγελία.

 

 

Αρθρο: 28

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ιδιος κλάδος.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Η’

Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

  1. Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας είναι ιδιαίτερος κλάδος δικαστικών λειτουργών που έχει ως αντικείμενο την παρακολούθηση και τον έλεγχο της λειτουργίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων καθώς και την υποβοήθηση του έργου τους.
  2. Στον κλάδο αυτό ανήκουν:

α. μία θέση γενικού επιτρόπου,

β. μία θέση επιτρόπου και

γ. δύο θέσεις αντεπιτρόπων.

Τους δικαστικούς αυτούς λειτουργούς συνδέει σχέση υπηρεσιακής εξάρτησης με προϊστάμενο το γενικό επίτροπο.

  1. Ο επίτροπος αναπληρώνει το γενικό επίτροπο, αν κωλύεται ή απουσιάζει και ασκεί τα καθήκοντά του αν δεν υπάρχει. Ο αρχαιότερος από τους αντιεπιτρόπους αναπληρώνει τον επίτροπο, αν κωλύεται ή απουσιάζει και ασκεί τα καθήκοντά του αν δεν υπάρχει.

Αν όλες οι θέσεις των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας είναι κενές, τα καθήκοντα του γενικού επιτρόπου ασκεί ο αρχαιότερος πρόεδρος των Διοικητικών Εφετείων Αθηνών και Πειραιά.

  1. Ο γενικός επίτροπος μπορεί να αναθέτει οποιαδήποτε αρμοδιότητά του, με πράξεις του ανακαλούμενες ή τροποποιούμενες οποτεδήποτε, σε άλλο μέλος της Γενικής Επιτροπείας, ή να κατανέμει τις αρμοδιότητές του μεταξύ των μελών της Γενικής Επιτροπείας.

 

 

Αρθρο: 29

Ημ/νία: 01.01.2011

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αρμοδιότητες γενικού επιτρόπου

Σχόλια

Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.Το στοιχείο β’ του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 5 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150). Το εδάφιο β του στοιχείου ε προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67). Το στοιχείο η τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 3038/2002 (ΦΕΚ Α 180). ========================================= – Το εδάφιο η, που είχε αντικατασταθεί με τη παρ. 8 του άρθρου 14 του ν. 3038/2002 (Α΄ 180/7.8.202), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008) και ισχύει από 7.6.2008. – Το εδάφιο θ προστέθηκε, με ταυτόχρονη αναρίθμηση των πρώην εδ. θ και ι σε ι και ια αντιστοίχως, με την παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008) και ισχύει από 7.6.2008. – H περ. ζ του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 53 του ν. 3659/2008 ΦΕΚ Α 77 /7.5.2008. ============================== – Η περ. η τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 57 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010) και σύμφωνα με το πρώτο εδ. του άρθρου 70 του ιδίου νόμου ισχύει από 1.1.2011. – Η περ. θ τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 57 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010) και σύμφωνα με το πρώτο εδ. του άρθρου 70 του ιδίου νόμου ισχύει από 1.1.2011.

 

Κείμενο Αρθρου

“Ο γενικός επίτροπος:

α) Προίσταται της Γενικής Επιτροπείας και της γραμματείας της, διευθύνει τις εργασίες τους και φροντίζει για την εύρυθμη διεξαγωγή τους.

“β) Επιβλέπει τις εργασίες όλων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ιδίως παρακολουθεί την εύρρυθμη λειτουργία τους, διαπιστώνει τις τυχόν υπάρχουσες ελλείψεις και προβαίνει στις απαιτούμενες, ενέργειες για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προς εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της δικαστικής υπηρεσίας”.

γ) Υποβάλλει έγγραφες αιτιολογημένες προτάσεις προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβουλίου, όταν αυτό πρόκειται να αποφασίσει για θέματα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας και ενεργεί κατά τους ορισμούς της παραγράφου 8 του άρθρου 67 τους παρόντος.

δ) Συλλέγει, επεξεργάζεται και αναλύει τα στατιστικά στοιχεία της κίνησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλης της χώρας και υποβάλλει κατά το μήνα Μάρτιο κάθε έτους στον Υπουργό Δικαιοσύνης γενική έκθεση, με την οποία επισκοπείται η πορεία των εργασιών τους, επισημαίνονται οι ελλείψεις και οι αδυναμίες και προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους.

ε) Προτείνει στον Υπουργό Δικαιοσύνης με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεση του συγκεκριμένες λύσεις για την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών και των υπαλλήλων της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας.

“Η έκθεση αυτή, εφόσον αφορά δικαστικούς λειτουργούς, κοινοποιείται στην Εθνική Σχολή Δικαστών.”

ζ) «Διενεργεί μετά από παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης ή αυτεπαγγέλτως διοικητική εξέταση όταν, σε αυτόν ή στον Υπουργό, υποβληθούν επώνυμες αναφορές ή περιέλθουν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από δικαστικό λειτουργό της Γενικής Επιτροπείας ή υπάλληλο της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή της Γενικής Επιτροπείας.».

«η) Ασκεί αίτηση αναιρέσεως ή έφεση υπέρ του νόμου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τα άρθρα 53 παράγραφος 5, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του ν. 3038/2002 (ΦΕΚ 180 Α’), και 58 παράγραφος 4 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 14 του ν. 3038/2002. Για το σκοπό αυτό, δικαιούται να ζητεί πληροφορίες και στοιχεία από κάθε αρχή και δικαστήριο. Προκειμένου για δίκες που έχουν προκληθεί κατ’ εφαρμογή της περίπτωσης θ’ του παρόντος άρθρου, το ένδικο μέσο ασκείται σε κάθε περίπτωση. Τα έγγραφα και η όλη διαδικασία της αιτήσεως αναιρέσεως ή εφέσεως υπέρ του νόμου δεν υπόκεινται σε κανένα τέλος, εισφορά ή παράβολο.»

«θ) Ζητεί κατά προτίμηση προσδιορισμό δικασίμου, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτημα που μπορεί να υποβληθεί από τους διευθύνοντες τα δικαστήρια, τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους και τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για την εκδίκαση υπόθεσης που εκκρεμεί σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, στην οποία ανακύπτει νομικό ζήτημα που παρουσιάζει μείζονα σημασία ή τίθεται σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων που εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια. Στην περίπτωση αυτή, η δικάσιμος δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από δύο μήνες από την περιέλευση στο δικαστήριο του σχετικού εγγράφου. Η απόφαση δημοσιεύεται μέσα σε δύο μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης. Η εκδίκαση των ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, στα οποία τίθεται το ίδιο νομικό ζήτημα, αναστέλλεται έως τη δημοσίευση οριστικής απόφασης από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η αναστολή της διαδικασίας δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία.»

“ι”(θ)) Γνωμοδοτεί για γενικότερου ενδιαφέροντος θέματα της διοικητικής νομοθεσίας και εισηγείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης μέτρα για την εφαρμογή της διοικητικής νομοθεσίας και την απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, για τον αναγκαίο βαθμό οργανικών συνθηκών λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές δεν δεσμεύουν τα αρμόδια δικαστήρια.

“ια”(ι)) Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που παρέχεται σ’ αυτόν από τις κείμενες διατάξεις”.

 

 

Αρθρο: 30

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Γραμματεία Γενικής Επιτροπείας.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Στη Γενική Επιτροπεία λειτουργεί γραμματεία. Προϊστάμενος της γραμματείας αυτής είναι ο γενικός επίτροπος.
  2. Τη γραμματεία της Γενικής Επιτροπείας διευθύνει ο γραμματέας ο οποίος

α. δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της,

β. συντάσσει τα έγγραφα που προβλέπει ο νόμος για την πιστοποίηση διαδικαστικών ενεργειών,

γ. εκδίδει αντίγραφα, αποσπάσματα και πιστοποιητικά,

δ. τηρεί και ενημερώνει τα βιβλία και

ε. φυλάσσει το αρχείο και τα άλλα αντικείμενα της Γενικής Επιτροπείας.

  1. Αν ο γραμματέας δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται στην άσκηση των καθηκόντων από άλλον υπάλληλο της γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας οριζόμενο από το γενικό επίτροπο, σύμφωνα με όσα προβλέπονται εκάστοτε από τις ειδικές διατάξεις για την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων.
  2. Οι έμμισθοι επιμελητές της Γενικής Επιτροπείας εκτελούν τις εργασίες που τους αναθέτει ο προϊστάμενος της γραμματείας τους ή ο γραμματέας.
  3. Η Υπηρεσιακή σφραγίδα της Γενικής Επιτροπείας στο προβλεπόμενο από το άρθρο 21 ενδιάμεσο κυκλικό διάστημα φέρει, αντί για την ονομασία του δικαστηρίου, τις λέξεις “ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ”.

 

 

Αρθρο: 31

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου:Εκκαθάριση αρχείου.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι φάκελοι των δικαστικών λειτουργών καθώς και των δικαστικών υπαλλήλων της Γενικής Επιτροπείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, που τηρούνται στη Γενική Επιτροπεία, καταστρέφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από τη λήξη της υπαλληλικής σχέσης με οποιονδήποτε τρόπο.
  2. Κάθε φορά που οι ανάγκες το επιβάλλουν γίνεται εκκαθάριση των αρχείων της Γενικής Επιτροπείας, και τα επουσιώδη έγγραφα ή έντυπα καταστρέφονται. Σε κάθε όμως περίπτωση καταστρέφονται τα έγγραφα και έντυπα μετά την παρέλευση δεκαετίας, από τότε που περιήλθαν στη Γενική Επιτροπεία, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα που αφορούν την προσωπική και υπηρεσιακή κατάσταση δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων, τα οποία ακολουθούν την τύχη του οικείου φακέλου.
  3. Η καταστροφή γίνεται με πράξη του Γενικού Επιτρόπου από επιτροπή αποτελούμενη από ένα μέλος της Γενικής Επιτροπείας και δύο υπαλλήλους της που ορίζονται με την ίδια πράξη.

 

 

Αρθρο: 32

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΤΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

 

Τίτλος Αρθρου: Εκδίκαση υποθέσεων κατά τις διακοπές από τα διοικητικά δικαστήρια.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Θ’.

Διοικητικά δικαστήρια.

  1. Κατά την περίοδο των θερινών διακοπών τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δικάζουν

α. υποθέσεις της αρμοδιότητάς τους που εκκρεμούν σε αυτά πάνω από έξι μήνες σε αριθμό ίσο προς το ήμισυ του συνήθους των συζητούμενων κατά μήνα υποθέσεων,

β. αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης αποφάσεων (άρθρο159 ΚΦΔ. και διοικητικών πράξεων (άρθρο 31 π.δ. 341/78) η είσπραξης ποσού φόρου που έχει βεβαιωθεί (άρθρο 2 ν. 820/1978),

γ. υποθέσεις εισαγόμενες κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων,

δ. ανακοπές κατά διοικητικής εκτέλεσης (άρθρο 73 ΚΕΔΕ),

ε. υποθέσεις τις οποίες, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο, κρίνει ως κατεπείγουσες.

  1. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 3, 5 και 6 του άρθρου 27.

 

 

Αρθρο: 33

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Πεδίο εφαρμογής.

Σχόλια

Το στοιχείο β αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

Τμήμα δεύτερο.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.

Γενικές διατάξεις.

Κεφάλαιο Α’.

Εκταση εφαρμογής – διορισμός, ανάληψη υπηρεσίας.

Το τμήμα αυτό εφαρμόζεται:

α) Στον πρόεδρο, στους αντιπροέδρους, συμβούλους, παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας.

“β. Στον Πρόεδρο, στον Εισαγγελέα στους αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, στους αρεοπαγίτες και αντεισσαγγελείς του Αρείου Πάγου, στους πρόεδρους και εισαγγελείς εφετών στους εφέτες και αντεισαγγελείς εφετών, στους προέδρους και εισαγγελείς πρωτοδικών, στους πρωτοδίκες και αντεισαγελείς πρωτοδικών, στους παρέδρους πρωτοδικείων και παρέδρους εισαγγελίας, στους ειρηνοδίκες, πταισματοδίκες και δόκιμους ειρηνοδίκες”.

γ) Στο Πρόεδρο, στο γενικό επίτροπο της Επικρατείας, στους αντιπροέδρους, συμβούλους, αντεπίτροπο, παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

δ) Στο γενικό επίτροπο, στον επίτροπο και στους αντεπιτρόπους της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στους προέδρους εφετών, εφέτες προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες και παρέδρους πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

 

 

Αρθρο: 34

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Διορισμός.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται αφού προηγηθεί ο έλεγχος των προσόντων και η διαδικασία επιλογής που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτού του κώδικα.
  2. Το διάταγμα του διορισμού δημοσιεύεται περιληπτικά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η περίληψη περιλαμβάνει:

α) τη χρονολογία του διατάγματος,

β) όλα το στοιχεία του διοριζόμενου (το όνομα, το επώνυμο, το όνομα του πατέρα και της μητέρας, τον τόπο και το έτος γέννησης),

γ) το δικαστήριο στο οποίο τοποθετείται, ύστερα από απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και

δ) το βαθμό.

  1. Ο διορισμός ανακοινώνεται στο διοριζόμενο με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, το οποίο επιδίδεται από δικαστικό επιμελητή μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση του διατάγματος. Στο έγγραφο πρέπει να αναφέρεται και ο αριθμός και η χρονολογία του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όπου δημοσιεύτηκε η περίληψη του διατάγματος διορισμού. Στο έγγραφο ορίζεται και προθεσμία εύλογη, μέχρι τριάντα ημέρες από την επίδοση, για την ορκωμοσία και την ανάληψη υπηρεσίας από το διοριζόμενο. Αν δεν έχει οριστεί, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών.

Υστερα από αίτηση του διοριζόμενου, είναι δυνατό να παραταθεί η προθεσμία αυτή, και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, μέχρι τριάντα ακόμη ημέρες.

  1. Η δημόσια υπηρεσιακή σχέση του δικαστικού λειτουργού καταρτίζεται με το διορισμό και την αποδοχή του.
  2. Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία για την οποία συντάσσεται πρακτικό. Πριν από την ορκωμοσία δεν επιτρέπεται ανάληψη υπηρεσίας.
  3. Ο διοριζόμενος δικαστικός λειτουργός ορκίζεται ενώπιον του δικαστηρίου, στο οποίο τοποθετείται ως δόκιμος, και μετά τη δοκιμαστική υπηρεσία, ως ισόβιος, σε δημόσια συνεδρίασή του. Οι αντεπίτροποι της επικρατείας ,των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ορκίζονται ενώπιον της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διοριζόμενοι δικαστικοί λειτουργοί στο Ελεγκτικό Συνέδριο ορκίζονται ενώπιον της ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι δόκιμοι εισηγητές και οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορκίζονται ενώπιον της ολομελείας των δικαστηρίων αυτών. Οι δικαστικοί λειτουργοί που διορίζονται σε ειρηνοδικεία ή πταισματοδικεία ορκίζονται ενώπιον του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια αυτά.
  4. Ο τύπος του όρκου είναι:

“Ορκίζονται να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.

  1. Η ανάληψη των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού βεβαιώνεται με έκθεση. Αυτή συντάσσεται από το γραμματέα του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της γενικής Επιτροπείας όπου τοποθετήθηκε και υπογράφεται και από το διοριζόμενο.

 

 

Αρθρο: 35

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ανάκληση του διορισμού.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Το προεδρικό διάταγμα του διορισμού ανακαλείται, αν ο διοριζόμενος δεν τον αποδεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς. Σιωπηρή μη αποδοχή υπάρχει όταν, από υπαιτιότητα του διοριζόμενου, παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ορκωμοσίας και ανάληψης καθηκόντων.
  2. Διορισμός που έγινε χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις του κώδικα αυτού, είναι δυνατό να ακακληθεί μέσα σε δύο χρόνια από τη δημοσίευση του διατάγματος. Αν τον παράνομο διορισμό προκάλεσε ή υποβοήθησε ο ενδιαφερόμενος, η ανάκληση χωρίς και μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας.
  3. Παρά την ανάκληση:

α) εκείνος που διορίστηκε παράνομα έχει τις ευθύνες του δικαστικού λειτουργού για όσο χρονικό διάστημα άσκησε τα καθήκοντά του,

β) οι πράξεις του είναι έγκυρες,

γ) δεν αναζητούνται οι αποδοχές που του καταβλήθηκαν μέχρι την ανάκληση του διορισμού.

 

 

Αρθρο: 36

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Προσόντα.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Δικαστικός λειτουργός δε διορίζεται όποιος δεν έχει ελληνική ιθαγένεια.
  2. Ελληνας το γένος που δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια είναι δυνατό να διοριστεί δικαστικός λειτουργός σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται από ειδικούς νόμους.
  3. Αλλογενείς δεν μπορούν να διοριστούν δικαστικοί λειτουργοί προτού παρέλθουν 5 έτη από την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.

4.Δικαστικόςλειτουργός διορίζεται εκείνος που συμπλήρωσε το 27ον έτος και δεν έχει υπερβεί το 40ο έτος της ηλικίας του.

  1. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ως ημέρα γέννησης, λαμβάνεται εκείνη που αποδεικνύεται από ληξιαρχική πράξη, η οποία έχει συνταχθεί μέσα σε ενενήντα ημέρες το πολύ από της ημέρα της γέννησης.
  2. Αν δεν έχει συνταχθεί τέτοια ληξιαρχική πράξη, ως ημέρα γέννησης λαμβάνεται η 30η Ιουνίου του έτους γέννησης. Τότε το έτος γέννησης αποδεικνύεται για τους άνδρες από το μητρώο των δημοτών. Αν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στα μητρώα, επικρατεί η χρονικά προγενέστερη.
  3. Δικαστικές αποφάσεις που βεβαιώνουν την ηλικία ή διορθώνουν τις σχετικές εγγραφές δεν λαμβάνονται υπόψη.
  4. Για το διορισμό σε θέση δικαστικού λειτουργού απαιτείται πτυχίο νομικού τμήματος ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος.
  5. Τα απαιτούμενα προσόντα, για το διορισμό σε θέση δικαστικού λειτουργού, πρέπει να συντρέχουν κατά το χρόνο της έναρξης του διαγωνισμού και κατά το χρόνο του διορισμού. Μόνο το προσόν της ηλικίας αρκεί να υπάρχει κατά το χρόνο έναρξης του διαγωνισμού.
  6. Διατάξεις νόμων που θεσπίζουν προνόμια για την κατά προτίμηση κατάληψη θέσεων δεν έχουν εφαρμογή για το διορισμό σε θέση δικαστικού λειτουργού.

 

 

Αρθρο: 37

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Κωλύματα διορισμού.

Σχόλια

Στην περ. ε της παρ. 1 αναγράφεται άρθρο “235” αντί του ορθού “233”.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Δε διορίζεται δικαστικός λειτουργός:

α) Εκείνος που δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή δεν έχει απαλλαγεί απ’ αυτές νόμιμα, καθώς επίσης και εκείνος που είναι ανυπότακτος ή έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για λιποταξία.

β) Εκείνος που δεν είναι γραμμένος στα μητρώα αρρένων, προκειμένου για άνδρα ή στα γενικά μητρώα των δημοτών, προκειμένου για γυναίκα.

γ) Εκείνος που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα με αμετάκλητη καταδίκη, και μετά τη λήξη του χρόνου στέρησης.

δ) Εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη από τρεις μήνες για αδίκημα που τελέστηκε με δόλο.

ε) Εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε ποινή, για κλοπή (άρθρα372,373Π.Κ.),ζωοκλοπή, απάτη(άρθρο386 Π.Κ.), υπεξαίρεση κοινή ή στην υπηρεσία (άρθρα 375, 258 Π.Κ.),εκβίαση (385 Π.Κ.),

πλαστογραφία(άρθρο216Π.Κ.),πλαστογραφία πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων (άρθρο 218 Π.Κ.), ψευδή βεβαίωση και νόθευση(άρθρο242Π.Κ.),ψευδορκία και ψευδή ανώμοτη

κατάθεση(άρθρα224,225Π.Κ.),παραπλάνηση σε ψευδορκία (άρθρο 228 Π.Κ.), ψευδή καταμήνυση (άρθρο 229 Π.Κ.), απιστία δικηγόρου (άρθρο235Π.Κ.), απιστία περί την υπηρεσία( άρθρο256 Π.Κ.), δωροδοκία (άρθρα235,236,237Π.Κ.), καταπίεση (άρθρο244Π.Κ.), παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), συκοφαντική δυσφήμιση (άρθρο 363 Π.Κ.), υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), υπεξαγωγή εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.), παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου(άρθρο252Π.Κ.), έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρο 336 εώς 353 Π.Κ.), καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, λαθρεμπορίας, τυχερών παιχνιδιών και έκδοση ακάλυπτης επιταγής.

στ) Εκείνος που έχει τεθεί υπό απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη,

ζ) Εκείνος που έχει παυθεί, ύστερα από δικαστική απόφαση, από θέση δικαστικού λειτουργού, δημόσιου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου λόγω ποινικής καταδίκης.

η) Εκείνος που έχει απολυθεί από θέση δικαστικού λειτουργού, δημόσιου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από θέση δικηγόρου ή συμβολαιογράφου, με αμετάκλητη απόφαση του οικείου δικαστηρίου ή του αρμόδιου συμβουλίου για πειθαρχικούς λόγους ή για ανεπάρκεια.

θ) Εκείνος που δεν έχει το ήθος και το χαρακτήρα που αρμόζουν σε δικαστικό λειτουργό. Για το ήθος και το χαρακτήρα του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού αποφαίνεται με αιτιολογημένη απόφασή του, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου που υποβάλλεται δύο μήνες τουλάχιστον πριν από την ημέρα έναρξης του διαγωνισμού:

αα) για τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών – ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων το δικαστικό συμβούλιο του οικείου πρωτοδικείου του τόπου της κατοικίας τους και

ββ) για τους δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου τριμελές συμβούλιο αποτελούμενο από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και δύο μέλη που ορίζονται από την ολομέλεια για ένα έτος. Σε περίπτωση που η απόφαση του συμβουλίου δεν είναι θετική, ή ομόφωνη, το θέμα του ήθους των συγκεκριμένων υποψήφιων δικαστικών λειτουργών παραπέμπεται, από το συμβούλιο υποχρεωτικά στην ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου.

ι) Εκείνος που έχει παραπεμφθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα από εκείνα που αναφέρονται στην παραπάνω περίπτωση ε, καθώς και εκείνος που έχει καταδικαστεί με οριστική απλώς απόφαση για ένα απ’ αυτά τα αδικήματα. Το κώλυμα αυτό ισχύει μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή αμετάκλητη αθωωτική απόφαση.

ια) Εκείνος που δεν είναι υγιής σωματικά ή ψυχικά. Η εξέταση της υγείας των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών γίνεται, κατά το σύστημα που ισχύει για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους, από επιτροπή στην οποία μετέχει υποχρεωτικώς ένας ψυχολόγος και ένας ψυχίατρος διευθυντής κλινικής κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με διάταγμα καθορίζονται οι παθήσεις και βλάβες που εμποδίζουν της είσοδο στη δικαστική υπηρεσία, ο τρόπος εξέτασης της υγείας των υποψηφίων και κάθε άλλη, αναγκαία λεπτομέρεια.

  1. Τα παραπάνω κωλύματα πρέπει να μην υπάρχουν κατά το χρόνο του διαγωνισμού και κατά το χρόνο του διορισμού.

 

 

Αρθρο: 38

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αρση κωλυμάτων.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Η παραγραφή κακουργήματος ή πλημμελήματος από εκεί να που αναφέρονται στην περίπτωση ε της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου δεν αίρει το κώλυμα. Επίσης δεν αίρουν το κώλυμα η αποκατάσταση, η χάρη και η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, έστω και αν πέρασε ο χρόνος της αναστολής.
  2. Η παραγραφή της ποινής, που έχει επιβληθεί με την καταδικαστική απόφαση ή η άρση των συνεπειών της απόφασης για ένα από τα εγκλήματα της παρ. 1 δεν αίρει το κώλυμα.

 

 

Αρθρο: 39

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου:Αναδιορισμός.

Σχόλια: Η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 1868/1988.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός του δικαστικού λειτουργού που παραιτήθηκε ή απολύθηκε λόγω σωματικής ανικανότητας μέχρι και το βαθμό του παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του εφέτη και του αντεισαγγελέα εφετών, του εφέτη Διοικητικών δικαστηρίων και του ειρηνοδίκη Α’ τάξης σε κενή θέση, ομοιόβαθμη με εκείνη από την οποία έχει αποχωρήσει. Πρέπει όμως εκείνος που παραιτήθηκε ή απολύθηκε,

α) να ζητήσει τον αναδιορισμό του μέσα σε πέντε χρόνια από την έξοδό του από την υπηρεσία,

β) να έχει όλα τα προσόντα που απαιτούνται για το διορισμό δικαστικού λειτουργού πλην της ηλικίας,

γ) να μην έχει κώλυμα διορισμού και

δ) να έχει τριετή τουλάχιστον προϋπηρεσία.

  1. Ο αναδιορισμός εκείνου που απολύθηκε λόγω σωματικής ανικανότητας γίνεται ύστερα από διαπίστωση της πλήρους αποκατάστασης της σωματικής του ικανότητας για την άσκηση των καθηκόντων του. Η διαπίστωση αυτή γίνεται από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή που προβλέπεται για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους στην οποία υποχρεωτικώς συμμετέχουν και ένας ψυχολόγος και ένας ψυχίατρος διευθυντής κλινικής κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

“3. Για τον αναδιορισμό αποφαίνεται το αρμόδιο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο καθορίζει και την αρχαιότητα του αναδιοριζομένου, λαμβάνοντας υπόψη τη σειρά επιτυχίας του στο διαγωνισμό πρόσληψης και τον τυχόν, στο μεταξύ, διορισμό ή επαναδιορισμό τους ως δικηγόρου”.

  1. Οι διατάξεις των άρθρων 34, 35 και 36 παρ. 2 του νόμου αυτού εφαρμόζονται και στην περίπτωση του αναδιορισμού.

 

 

Αρθρο: 40

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Θεμελιώδη καθήκοντα του δικαστικού λειτουργού.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Β’

Καθήκοντα, ασυμβίβαστα, κωλύματα.

  1. Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Είναι υποχρεωμένος να μη συμμορφώνεται με διατάξεις που έχουν θεσπιστεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.
  2. Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για τα απόρρητα που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και για γεγονότα ή πληροφορίες που γνωρίζει από την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του.
  3. Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να διαμένει στην πόλη, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ή σε προάστιό της. Η Αθήνα και ο Πειραιάς με τα προάστιά τους θεωρούνται από την άποψη αυτή ως μια πόλη.
  4. Επιτρέπεται απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του κατά τις ημέρες της αργίας, εφ’ όσον δεν υπάρχει υπηρεσιακή ανάγκη, ύστερα από συναίνεση του προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας στην οποία υπηρετεί.
  5. Η απεργία, με οποιαδήποτε μορφή, απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς.
  6. Απαγορεύονται στους δικαστικούς λειτουργούς κάθε είδους εκδηλώσεις υπέρ πολιτικών κομμάτων.
  7. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού σε ιδρύματα ή ενώσεις και γενικά σε οργανώσεις που έχουν κρυφούς σκοπούς ή δραστηριότητες ή που επιβάλλουν στα μέλη τους μυστικότητα.

 

 

Αρθρο: 41

Ημ/νία: 04.07.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Σχόλια:  Οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου αναριθμήθηκαν ως παράγραφοι 2, 3 και 4 και αντικαταστάθηκαν με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.2993/2002, (ΦΕΚ Α 58/26.3.2002).============================- Το εντός ” ” τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία, καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.

“2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές, που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Ο δικαστικός λειτουργός που θα μετάσχει υποδεικνύεται από το δικαστή ή τον εισαγγελέα ή το τριμελές συμβούλιο που διευθύνει το πολιτικό ή το διοικητικό δικαστήριο ή την εισαγγελία, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο δικαστικός λειτουργός προεδρεύει στα ως άνω συμβούλια ή τις επιτροπές, εκτός εάν μετέχει επίσης υπουργός, υφυπουργός ή γενικός γραμματέας υπουργείου. «Ειδικώς στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον δεν συμμετέχει δικαστικός λειτουργός με το βαθμό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ή αντίστοιχο, ως Πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να ορίζεται μέλος το οποίο δεν έχει τη δικαστική ιδιότητα».

  1. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 871Α, 882Α και 902 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τις σχετικές διατάξεις των νόμων 2331/1995 και 1816/1988.
  2. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην Κυβέρνηση.”

 

 

Αρθρο: 42

Ημ/νία: 01.01.2005

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Κωλύματα εντοπιότητας.

Σχόλια: Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 7 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).Η παρ. 4 όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 7 παρ.3 του Ν.1868/1989 (Α 230) και με το άρθρο 28 του Ν. 1921/1991 ( Α 12), αντικαταστάθηκε στην συνέχεια με την παρ.3 του άρθρου 6 του Ν.2298/1995 (Α 62).- Το εντός ” ” δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3258/2004 (Α΄ 144/29.7.20904) και ισχύει, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρο 7 του ιδίου νόμου, από 1.1.2005.=============================*** Σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006), η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, αρχίζει να ισχύει από τη 16η Σεπτεμβρίου 2005.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι πρόεδροι εφετών, εφέτες ποινικών – πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, εισαγγελείς και αντεισαγγελείς εφετών δεν επιτρέπεται να υπηρετούν στην πόλη που είναι η έδρα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και έχουν γεννηθεί αυτοί ή οι σύζυγοι τους ή ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι κατά την τελευταία δεκαετία πριν από το διορισμό τους επί μία τουλάχιστον τριετία ή ήταν ή εξακολουθούν να είναι εγκαταστημένοι αυτοί ή οι σύζυγοί τους.
  2. Οι πρόεδροι πρωτοδικών, πρωτοδίκες και πάρεδροι πρωτοδικείου των πολιτικών- ποινικών και των διοικητικών δικαστηρίων, οι εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και πάρεδροι εισαγγελίας, καθώς και οι ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες δεν επιτρέπεται να υπηρετούν σε δικαστήρια ή εισαγγελίες, στην περιφέρεια των οποίων αυτοί ή οι σύζυγοί τους γεννήθηκαν ή ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι κατά την τελευταία δεκαετία πριν από το διορισμό τους επί μία τουλάχιστον τριετία ή ήταν ή εξακολουθούν να είναι εγκαταστημένοι αυτοί ή οι σύζυγοί τους. Για τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες τα κωλύματα αυτά ισχύουν για ολόκληρη την περιφέρεια του πρωτοδικείου, στο οποίο υπάγεται το ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο.

“Κατ’ εξαίρεση, για τους προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες και παρέδρους των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ισχύει μόνο το κώλυμα της προηγούμενης παραγράφου προκειμένου για τα Διοικητικά Πρωτοδικεία Ιωαννίνων και Κοζάνης”.

3.Δεν επιτρέπεται η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο ή εισαγγελία, στην περιφέρεια του οποίου ήταν διορισμένος ως δικηγόρος, πριν περάσουν δέκα χρόνια από το διορισμό του ως δικαστικού λειτουργού.

  1. “Από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εξαιρούνται οι δικαστικοί λειτουργοί που υπηρετούν σε δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πατρών, Λαρίσης, Βόλου, Ηρακλείου, Ρόδου, Χανίων και Ιωαννίνων”.
  2. Δεν επιτρέπεται η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο ή εισαγγελία στην περιφέρεια του οποίου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού. «Το κώλυμα αυτό δεν ισχύει για τα δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.»***
  3. Δικαστικός λειτουργός, που τοποθετήθηκε ή μετατέθηκε σε δικαστήρια ή εισαγγελία όπου κωλύεται να υπηρετήσει, οφείλει να υποβάλει δήλωση για το κώλυμα αμέσως μόλις λάβει γνώση.

 

 

Αρθρο: 43

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΜΙΣΘΟΣ-ΠΑΡΟΧΕΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Μισθός

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Γ’

Δικαιώματα δικαστικών λειτουργών.

  1. Η αξίωση του δικαστικού λειτουργού για τη λήψη του μισθού αρχίζει σε περίπτωση διορισμού, από την ανάληψη των καθηκόντων που βεβαιώνεται από την οικεία έκθεση εμφάνισης και, σε περίπτωση προαγωγής από τη δημοσίευση του σχετικού διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  2. Σε περίπτωση ανάκλησης από τη διαθεσιμότητα ή την αργία, η αξίωση για καταβολή του μισθού αρχίζει από την ανάληψη των καθηκόντων που βεβαιώνεται με έκθεση του αρμόδιου γραμματέα.
  3. Δεν οφείλεται μισθός για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική τους υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία.
  4. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ο μισθός περικόπτεται με πράξη του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Για την περικοπή μισθού του εκκαθαριστή αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος του αμέσως ανώτερου δικαστηρίου. Η πράξη της περικοπής επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο δικαστικό λειτουργό. Κατ’ αυτής επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση, χωρίς να αναστέλλεται η εκτέλεσή της. Το συμβούλιο αποφαίνεται αμετάκλητα.
  5. Κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η διαδικασία απόλυσης του δικαστικού λειτουργού λόγων όσου που δε θεραπεύεται, συνεχίζεται να καταβάλλεται ο μισθός ενέργειας ή διαθεσιμότητας μέχρι να λυθεί η υπηρεσιακή σχέση.
  6. Η αξίωση καταβολής του μισθού παύει από τη λύση της δημόσιας υπηρεσιακής σχέσης.
  7. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας που προβλέπουν την καταβολή αποδοχών μετά τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης, αντί για σύνταξη, δε θίγεται από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου.
  8. Οι μετακινούμενοι εκτός έδρας για εκτέλεση υπηρεσίας δικαστικοί λειτουργοί δικαιούνται εκτός από τα οδοιπορικά έξοδα και ημερήσια αποζημίωση που καθορίζεται σε ποσοστό των μηνιαίων ακαθάριστων αποδοχών τους με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

 

 

Αρθρο: 44

Ημ/νία: 29.07.2004

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΑΔΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Κανονική άδεια.

Σχόλια: Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 44 που είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 4 παρ. 8 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150) και με το άρθρο 13 του Ν. 1999/1991 (ΦΕΚ Α 206), αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με την παρ.4 του άρθρου 6 του Ν.2298/1995 (Α 62) – Η παρ. 9 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 9 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).- Η (πρώην) παράγραφος 22 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 58 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165).- Οι παρ. 21 και 22 προστέθηκαν -αναριθμουμένων ταυτοχρόνως των πρώην παρ. 21 και 22 σε νυν παρ. 23 και 24 αντιστοίχως- με το άρθρο 1 του ν. 3258/2004 (Α΄ 144/29.7.2004).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Στο δικαστικό λειτουργό, ύστερα από αίτησή του και εφ’ όσον το επιτρέπουν οι ανάγκες της υπηρεσίας, είναι δυνατό να χορηγηθεί άδεια

α) μέχρι ένα μήνα, αν έχει δημόσια υπηρεσία τουλάχιστον ενός έτους και

β) μέχρι δεκαπέντε ημέρες, αν έχει δημόσια υπηρεσία τουλάχιστον δύο μηνών. Η άδεια αυτή χορηγείται, ολόκληρη ή τμηματικά, κάθε ημερολογιακό έτος.

  1. Δεν έχει δικαίωμα κανονικής άδειας, πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στη νέα του θέση, ο δικαστικός λειτουργός στον οποίο έχει κοινοποιηθεί πράξη μετάθεσης ή προαγωγής ή εκείνος που βρίσκεται υπό υπηρεσιακή μετακίνηση.
  2. Από το χρόνο της κανονικής άδειας αφαιρείται ο χρόνος αδικαιολόγητης απουσίας μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος, που βεβαιώνεται με πράξη του προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
  3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφ’ όσον το επιτρέπουν οι ανάγκες της υπηρεσίας, είναι δυνατό να χορηγηθεί στο δικαστικό λειτουργό, ύστερα από αίτησή του, κανονική άδεια χωρίς αποδοχές μέχρι ένα μήνα κάθε ημερολογιακό έτος από την άδεια που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο.
  4. Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών δε χορηγείται κανονική άδεια στο δικαστικό λειτουργό που έχει δικαίωμα διακοπών. Επίσης δε χορηγείται τέτοια άδεια τριάντα ημέρες πριν από τη έναρξη των διακοπών και τριάντα ημέρες μετά τη λήξη τους, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.

“6. Στους δικαστικούς λειτουργούς μπορεί, ύστερα από αίτησή τους, να χορηγείται ειδική κανονική άδεια χωρίς αποδοχές και για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, προκειμένου να αναλάβουν θέση έμμισθη ή άμισθη στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς ή σε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που λειτουργεί στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης ή άλλων διεθνών οργανισμών, για παροχή νομικών υπηρεσιών με οποιαδήποτε σχέση”. Η άδεια αυτή μπορεί να παραταθεί για χρονικό διάστημα τριών (3) ακόμη ετών. Ο χρόνος της άδειας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας σε κάθε περίπτωση. Κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής, ο δικαστικός λειτουργός,

α) διατηρείται στην υπηρεσία ως υπεράριθμος

β) η θέση του θεωρείται κενή και συμπληρώνεται,

γ) υποχρεούται να καταβάλει όλες τις κρατήσεις και τις εισφορές για τα ασφαλιστικά ταμεία με βάση τις αποδοχές που αντιστοιχούν κάθε φορά στο βαθμό της οργανικής του θέσης. Ο τρόπος καταβολής των κρατήσεων και των εισφορών καθορίζεται με απόφαση του αρμόδιου υπουργού.

  1. Η κανονική άδεια χορηγείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ύστερα από αίτηση του δικαστικού λειτουργού και γνώμη του προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στην οποία υπάγεται.

Αν πρόκειται για δικαστή που υπηρετεί σε αυτοτελές μονομελές πρωτοδικείο η άδεια χορηγείται ύστερα από γνώμη του δικαστή που διευθύνει το πολυμελές πρωτοδικείο.

  1. Σε επείγουσες περιπτώσεις είναι δυνατό να χορηγηθεί κανονική άδεια, μέχρι δεκαπέντε ημέρες, από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Στην περίπτωση αυτή ο προϊστάμενος είναι υποχρεωμένος να αναφέρει αμέσως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τη χορήγηση της άδειας, που συνυπολογίζεται στην άδεια της παραγράφου 1.

“9. Στους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται:

1) από τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου για το ειρηνοδικείο Αθηνών, 2) από το διευθύνοντα το δικαστήριο, αν υπηρετούν πέντε τουλάχιστον ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες σ’ αυτό και

3) από τον πρόεδρο του οικείου πρωτοδικείου στις λοιπές περιπτώσεις”.

  1. Η κανονική άδεια που προβλέπεται στην παράγραφο 6 χορηγείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
  2. Δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση δικαστικών διακοπών ή κανονικής άδειας, εφ’ όσον κατά την κρίση του οικείου προϊσταμένου υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης ή του βουλεύματος σε επείγουσα υπόθεση, εκτός αν συντρέχουν λίαν σοβαροί λόγοι υγείας.
  3. Η κανονική άδεια ανακοινώνεται στο δικαστικό λειτουργό με επίδοση του σχετικού εγγράφου, το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την έγκρισή της.
  4. Αυτός που πήρε κανονική άδεια είναι υποχρεωμένος να κάνει χρήση της μέσα σε είκοσι μέρες από την ανακοίνωση της προηγούμενης παραγράφου, εκτός αν στο έγγραφο της άδειας ορίζεται ρητά η ημέρα έναρξής της. Αν δεν κάνει χρήση της άδειας μέσα στην προθεσμία αυτή, η άδεια ακυρώνεται αυτοδικαίως.
  5. Ο προϊστάμενος του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι δυνατό να αναβάλει την έναρξη της άδειας το πολύ επί δέκα ημέρες, αν συντρέχει περίπτωση εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης ή ύστερα από αίτηση του δικαστικού λειτουργού.
  6. Για την έναρξη, τη λήξη ή την τυχόν διακοπή της άδειας συντάσσονται εκθέσεις ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της γενικής Επιτροπείας. Αντίγραφα των εκθέσεων αυτών αποστέλλονται χωρίς καθυστέρηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
  7. Η κανονική άδεια είναι δυνατό να ανακληθεί από εκείνον που τη χορήγησε, πριν από τη λήξη της, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης.

17 .Ο Υπουργός Δικαιοσύνης είναι δυνατό να ανακαλέσει, σε κάθε περίπτωση, την κανονική άδεια δικαστικού λειτουργού λόγω εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης.

  1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης είναι δυνατό να απαγορεύσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τη χορήγηση κανονικών αδειών σε δικαστικούς λειτουργούς για ορισμένο χρονικό διάστημα.
  2. Αν ο δικαστικός λειτουργός υπερβεί αδικαιολόγητα την άδεια που του χορηγήθηκε, στερείται τις αποδοχές του για τις αντίστοιχες ημέρες, ανεξάρτητα από την πειθαρχική του ευθύνη.
  3. Η δικαστική λειτουργός που κυοφορεί έχει δικαίωμα άδειας πριν και μετά τον τοκετό, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους.

«21. Στη μητέρα δικαστική λειτουργό χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και ύστερα από αίτηση της, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού. Η ημερομηνία έναρξης της ορίζεται: α) από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης σε όσα Δικαστήρια διευθύνονται από Τριμελές Συμβούλιο, β) από τον προϊστάμενο του Δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων σε κάθε άλλη περίπτωση και πρέπει να προσδιορίζεται το συντομότερο δυνατόν, οπωσδήποτε, όμως, μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός λόγω της κυοφορίας της. Κατ’ εξαίρεση η μητέρα δικαστική λειτουργός, η οποία έλαβε άδεια λόγω κυοφορίας, που έληξε οποτεδήποτε, εντός πάντως του έτους 2004 και μέχρι το χρόνο της έναρξης της ισχύος του νόμου τούτου, δικαιούται να λάβει πλήρη άδεια για ανατροφή παιδιού.

  1. Στις Ειρηνοδίκες και Πταισματοδίκες η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται: 1) από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης για το Ειρηνοδικείο Αθηνών, 2) από τον διευθύνοντα το δικαστήριο, αν υπηρετούν πέντε (5) τουλάχιστον Ειρηνοδίκες ή Πταισματοδίκες σε αυτό και 3) από τον Πρόεδρο του οικείου Πρωτοδικείου στις λοιπές περιπτώσεις. Οι παραπάνω ορίζουν και την ημερομηνία έναρξης της άδειας.»

“23”(21). Οι σχετικές με τις άδειες των δημόσιων υπαλλήλων διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας εφαρμόζονται και στους δικαστικούς λειτουργούς.

“24”(“22). Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του Αρθρου 5 του Ν. 1483/1984, όπως αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις του Αρθρου 25 του Ν. 2639/1998, ισχύουν και για τους δικαστικούς λειτουργούς.”

 

 

Αρθρο: 45

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΑΔΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αναρρωτική άδεια – περίθαλψη δικαστικών λειτουργών.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Στους δικαστικούς λειτουργούς που ασθενούν ή έχουν ανάγκη ανάρρωσης χορηγείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης αναρρωτική άδεια με πλήρεις αποδοχές.
  2. Για τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία, τον τρόπο χορήγησης και τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας, καθώς και για τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους.
  3. Το δημόσιο έχει υποχρέωση να παρέχει νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη καθώς και να καταβάλλει τα έξοδα κηδείας των δικαστικών λειτουργών, των συζύγων, και των παιδιών τους. Οι λεπτομέρειες ορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Δικαιοσύνης και Οικονομικών. Ωσότου εκδοθεί το διάταγμα αυτό, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν.

 

 

Αρθρο: 46

Ημ/νία: 05.08.2008

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΑΔΕΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Εκπαιδευτική άδεια.

Σχόλια: Το εδάφιο β της παρ. 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ.4 Ν.1868/1989, ΦΕΚ Α 230.Η παρ.15 προστέθηκε με το άρθρο 1 Ν.2721/1999,ΦΕΚ Α 112/3.6.1999, που φέρει τίτλο “εκπαιδευτική άδεια δικαστών”. To τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 του ν. 3689/2008 ΦΕΚ Α 164/5.8.2008

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Επιτρέπεται η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απουσίας στην αλλοδαπή:

α) στους εισηγητές και παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

β) στους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων από το βαθμό του ειρηνοδίκη, του πρωτοδίκη και του αντεισαγγελέα πρωτοδικών μέχρι του εφέτη και του αντεισαγγελέα εφετών,

γ) στους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από το βαθμό του πρωτοδίκη μέχρι του εφέτη.

“Εκπαιδευτική άδεια δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί μετά τη συμπλήρωση του τεσσαρακοστού πέμπτου (45ου) έτους”. Ο περιορισμός της ηλικίας δεν ισχύει για εκείνους που λαμβάνουν υποτροφία από εκπαιδευτικό ή ερευνητικό ίδρυμα. «Για να χορηγηθεί εκπαιδευτική άδεια απαιτείται ο δικαστικός λειτουργός να έχει καλή γνώση της γλώσσας της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβεί για εκπαίδευση και να έχει γίνει δεκτός σε αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε πανεπιστήμιο της αλλοδαπής.»

  1. Ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών που αποστέλλονται στην αλλοδαπή με εκπαιδευτική άδεια, κάθε εκπαιδευτικό έτος, ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μέχρι τέλους Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.
  2. Οι άδειες χορηγούνται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, το αργότερο ως το τέλος Μαρτίου του έτους έναρξης της άδειας, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου δικαστικού λειτουργού και απόφαση του αρμόδιου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται Ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης και μόνο μέχρι τον αριθμό των αναφερόμενων σ’ αυτό θέσεων. Στην αίτηση πρέπει να προσδιορίζονται τα θέματα με τα οποία πρόκειται να ασχοληθεί ο δικαστικός λειτουργός και να επισυνάπτονται τα τυχόν δικαιολογητικά. Ο Υπουργός έχει δικαίωμα να διαφωνήσει με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Στην περίπτωση αυτή αποφαίνεται η ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου.
  3. Η εκπαιδευτική άδεια χορηγείται για ένα έτος και είναι δυνατό να παραταθεί, με την ίδια διαδικασία, για ένα ακόμη έτος, αν υπάρχει σπουδαίος λόγος.
  4. Η διαπίστωση της γνώσης της γλώσσας της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβεί ο δικαστικός λειτουργός γίνεται από μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου ή από οριζόμενο απ’ αυτό άλλο δικαστικό λειτουργό, γνώστη της γλώσσας.
  5. Αυτός που πήρε εκπαιδευτική άδεια οφείλει να αναφέρει με δήλωσή του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης την ημερομηνία αναχώρησης και εγκατάστασής του στην αλλοδαπή, την έναρξη της εκπαίδευσής του, καθώς και τον τόπο τη διεύθυνση της διαμονής του. Οφείλει επίσης, στο τέλος κάθε εξαμήνου, να υποβάλλει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στον πρόεδρο του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου λεπτομερή έκθεση για τη συντελεσθείσα εργασία και για την πορεία της εκπαίδευσής του, με τα αποδεικτικά των σπουδών του. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής είναι δυνατό να επιφέρει την ανάκληση του υπολοίπου της εκπαιδευτικής άδειας.
  6. Στους δικαστικούς λειτουργούς που αποστέλλονται με εκπαιδευτική άδεια παρέχονται στο διπλάσιο οι αποδοχές της οργανικής τους θέσης καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής (οδοιπορικά).
  7. Στο δικαστικό λειτουργό που πήρε υποτροφία από το ίδρυμα κρατικών υποτροφιών ή από οποιοδήποτε άλλο οργανισμό ή από ξένο κράτος, οι επί πλέον των τακτικών αποδοχές καταβάλλονται μειωμένες κατά το ποσό της υποτροφίας.
  8. Η εκπαιδευτική άδεια διακόπτεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου αν οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιβάλλουν ή αν ο Δικαστικός λειτουργός δεν παρουσιάζει την αναμενόμενη επίδοση ή υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα.
  9. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης ή ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είναι δυνατό να αναθέσει σε δικαστικό λειτουργό, που βρίσκεται με εκπαιδευτική άδεια στην αλλοδαπή, τη μελέτη ή έρευνα ορισμένων ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργία των δικαστηρίων ή των φυλακών και τη σχετική με τη δικαιοσύνη νομοθεσία ή άλλα ειδικά θέματα.
  10. Οι δικαστικοί λειτουργοί που έλαβαν εκπαιδευτική άδεια είναι υποχρεωμένοι, μετά την επιστροφή τους, να υπηρετήσουν επί χρόνο τετραπλάσιο του χρόνου της άδειάς τους.
  11. Αν οι δικαστικοί λειτουργοί αθετήσουν την υποχρέωσή τους αυτή, οφείλουν να επιστρέψουν στο δημόσιο, μέσα σε τρεις μήνες, τις επί πλέον αποδοχές που έλαβαν κατά το χρόνο της άδειας καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής, με το νόμιμο τόκο από τη λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του κώδικα είσπραξης δημόσιων εσόδων.
  12. Στην περίπτωση αδικαιολόγητης υπέρβασης της εκπαιδευτικής άδειας εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 44 παράγραφος 19.
  13. Σε έκτακτες περιπτώσεις ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ύστερα από γνώμη του προέδρου του οικείου ανώτατου δικαστηρίου του κλάδου στον οποίο ανήκει ο δικαστικός λειτουργός ή, αν πρόκειται για μέλη της Γενικής Επιτροπείας, του γενικού επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών Διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί να επιτρέπει την αποστολή στην Αλλοδαπή δικαστικών λειτουργών όλων των βαθμών, ανεξαρτήτως ηλικίας, Για τη συμμετοχή σε συνέδρια ή την παρακολούθηση βραχυχρονίων σεμιναρίων ή της οργάνωσης και λειτουργίας ξένων δικαστηρίων. Η απουσία του δικαστικού λειτουργού από τα καθήκοντά του δεν μπορεί να υπερβεί το μήνα.

“15. Επιτρέπεται να χορηγείται εκπαιδευτική άδεια απουσίας σε δικαστικούς λειτουργούς της παρ.1 οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί και παρακολουθούν αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε νομική σχολή της ημεδαπής. Η εκπαιδευτική άδεια δεν μπορεί να υπερβεί τα τέσσερα συνολικά εξάμηνα και χορηγείται σε όσους δεν έχουν συμπληρώσει το τεσσαρακοστό όγδοο (48ο) έτος της ηλικίας τους, με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 περ. 2 εδ. β’, 2, 3, 9, 11, 13 και 6 του παρόντος άρθρου, πλην της φράσεως “ημερομηνία αναχώρησης και εγκατάστασης στην αλλοδαπή”. Στον υπότροφο δεν παρέχονται έξοδα μετάβασης στο Πανεπιστήμιο φοίτησης και άλλες αποδοχές, εκτός από τις αποδοχές της οργανικής θέσης.”

 

 

Αρθρο: 47

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ-ΕΠΙΤΙΜΟΙ ΒΑΘΜΟΙ-ΜΗΤΡΩΑ-ΑΤΟΜΙΚΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ατομικοί φάκελοι.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Δ’.

Ατομικοί φάκελοι και μητρώο των δικαστικών λειτουργών.

  1. Για κάθε δικαστικό λειτουργό τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ατομικός φάκελος στον οποίο περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται στο διορισμό και στην προσωρινή και υπηρεσιακή του κατάσταση, οι εκθέσεις των επιθεωρητών, οι πειθαρχικές και ποινικές διώξεις και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικά με αυτές.
  2. Ατομικοί φάκελοι που περιέχουν τα πιο πάνω στοιχεία τηρούνται επίσης:

α) στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο διοικητικής δικαιοσύνης για τους λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,

β) στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης για τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών,

γ) στο Ανώτατα Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους δικαστικούς λειτουργούς του και για το γενικό επίτροπο και τον αντεπίτροπο,

δ) στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για τους δικαστικούς λειτουργούς της Γενικής Επιτροπείας και των δικαστηρίων αυτών.

  1. Εχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση του φακέλου:

α) ο Υπουργός Δικαιοσύνης,

β) τα μέλη του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου,

γ) τα μέλη του οικείου πειθαρχικού συμβουλίου ή δικαστηρίου,

δ) οι επιθεωρητές,

ε) τα μέλη της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των διοικητικών δικαστηρίων για τους δικαστικούς λειτουργούς των δικαστηρίων αυτών και

στ) ο ίδιος δικαστικός λειτουργός.

Ανακοίνωση στοιχείων του φακέλου σε άλλα πρόσωπα απαγορεύεται.

  1. Οι λεπτομέρειες τήρησης των ατομικών φακέλων ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Εως ότου εκδοθεί η απόφαση αυτή εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις.

 

 

Αρθρο: 48

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ-ΕΠΙΤΙΜΟΙ ΒΑΘΜΟΙ-ΜΗΤΡΩΑ-ΑΤΟΜΙΚΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Μητρώο.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Μητρώο των δικαστικών λειτουργών τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
  2. Στο μητρώο αυτό, σε ξεχωριστό φύλλο για κάθε δικαστικό λειτουργό, αναγράφονται η οικογενειακή κατάσταση του δικαστικού λειτουργού, τα προσόντα, τα του διορισμού, οι μεταβολές της κατάστασης, οι ηθικές αμοιβές, οι πειθαρχικές ποινές και κάθε άλλο στοιχείο που αφορά την υπηρεσιακή του δραστηριότητα.
  3. Η παράγραφος 4 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται και για τον τύπο του μητρώου.

 

 

Αρθρο: 49

Ημ/νία: 06.04.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ-ΑΠΟΣΠΑΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ-ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Τοποθετήσεις – προαγωγές.

Σχόλια: Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.Η παρ. 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 6 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.Η παρ.6 καταργήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 23 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207) ——————————- Η παρ. 3 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3841/2010 ΦΕΚ Α 55/6.4.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Ε’.

Υπηρεσιακές μεταβολές.

  1. Οι τοποθετήσεις των διοριζόμενων ή προαγόμενων δικαστικών λειτουργών, οι μεταθέσεις, μετατάξεις και αποσπάσεις τους ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται, ύστερα από απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Εως την επίδοση του σχετικού με την υπηρεσιακή μεταβολή εγγράφου οι δικαστικοί λειτουργοί εγκύρως ασκούν τα καθήκοντα της θέσης και του βαθμού που κατέχουν.

“2. Οι προαγωγές των δικαστικών λειτουργών μέχρι το βαθμό του συμβούλου Επικρατείας, του αρεοπαγίτη και του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του συμβούλου και αντεπιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του γενικού επιτρόπου και του αντεπιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων καθώς και ο διορισμός σε θέση αντεπιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου”. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου προκαλείται με ερώτημα του Υπουργού, μέσα σε δύο μήνες από την κένωση ή την κατανομή νέων θέσεων στα οικεία δικαστήρια ή εισαγγελίες και η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού ανατρέχει στη λήξη της δίμηνης προθεσμίας από την κατανομή ή αφότου κενωθεί η θέση. Ειδικά για την πλήρωση των κενών που προβλέπεται ότι θα προκύψουν στις 30 Ιουνίου κάθε έτους το ερώτημα αποστέλλεται το αργότερο εντός του Μαίου.

«3. α) Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επιλέγει τους προαγόμενους μεταξύ εκείνων που έχουν τα νόμιμα προσόντα. Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων ζητείται από τον παραπάνω Υπουργό και δεν τον δεσμεύει κατά τη διατύπωση της εισήγησης του προς το Υπουργικό Συμβούλιο. β) Πριν ζητηθεί η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, το Υπουργικό Συμβούλιο με εισήγηση του ως άνω Υπουργού προεπιλέγει έξι από τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν τα τυπικά προσόντα κατά περίπτωση. Όταν ενεργούνται προαγωγές δικαστικών λειτουργών ταυτόχρονα για τις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να προεπιλέγονται οι ίδιοι δικαστικοί λειτουργοί σε αριθμό όχι μεγαλύτερο των τριών. Στη συνέχεια, ο ίδιος Υπουργός απευθύνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία μετά από ακρόαση των υποψηφίων, με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με πλειοψηφία τουλάχιστον των τεσσάρων πέμπτων των μελών της, εκφράζει γνώμη προτείνοντας τρεις δικαστικούς λειτουργούς μεταξύ των έξι προεπιλεγέντων κατά περίπτωση. γ) Η διάταξη της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και για τις προαγωγές στις θέσεις των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Πριν ζητηθεί η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του ως άνω Υπουργού, προεπιλεγεί, όταν η προς πλήρωση θέση είναι μία, έξι από τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν τα τυπικά προσόντα. Για καθεμία επιπλέον θέση, ο αριθμός των προεπιλεγόμενών αυξάνεται κατά δύο. Στη συνέχεια, ο Υπουργός απευθύνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία, μετά από ακρόαση των υποψηφίων, εκφράζει, με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με πλειοψηφία τουλάχιστον των τεσσάρων πέμπτων των μελών της, γνώμη προτείνοντας αριθμό δικαστικών λειτουργών ίσο προς το ήμισυ των προ-επιλεγέντων. δ) Για την πλήρωση των θέσεων, οι οποίες πρόκειται να μείνουν κενές στις 30 Ιουνίου κάθε έτους, ο ως άνω Υπουργός κινεί τις διαδικασίες που ορίζονται στις διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων της παραγράφου αυτής το αργότερο ως το τέλος Απριλίου. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο κενωθεί κάποια από τις παραπάνω θέσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, η διαδικασία κινείται μέσα σε δύο μήνες από την κένωση της θέσης και η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού ανατρέχει στη λήξη της δίμηνης αυτής προθεσμίας. ε) Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής παρέχεται μέσα σε δύο μήνες από τότε που ζητήθηκε και αφορά πάντοτε αριθμό δικαστικών λειτουργών που δεν μπορεί να είναι μικρότερος ή μεγαλύτερος του αριθμού που ορίζεται από τις διατάξεις των περιπτώσεων β ‘ και γ ‘ της παραγράφου αυτής. Η διαδικασία για την προαγωγή δικαστικού λειτουργού μπορεί να συνεχιστεί και χωρίς την παραπάνω γνώμη, αν για οποιονδήποτε λόγο παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία. Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων μπορεί να παραλειφθεί, αν δεν είναι δυνατή η σύγκληση της λόγω διάλυσης της Βουλής ή για οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο.»

  1. Για την προαγωγή δικαστικού λειτουργού σε ανώτερο βαθμό απαιτούνται:

α) Η ύπαρξη κενής θέσης ανώτερου βαθμού, εφ’ όσον οι θέσεις είναι οργανικά διακεκριμένες.

β) Η συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό. Στο χρόνο αυτόν δεν υπολογίζεται ο χρόνος διαθεσιμότητας, προσωρινής παύσης, αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα λόγω της οποίας επιβλήθηκε τελεσίδικα πειθαρχική ποινή και ο χρόνος αργίας.

γ) Η συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων που απαιτούνται για τον ανώτερο βαθμό.

  1. Κρίνονται ως κατ’ απόλυτη εκλογή προακτέοι, μεταξύ όλων εκείνων που έχουν τα τυπικά προσόντα, οι δικαστικοί λειτουργοί που συγκεντρώνουν εξαιρετικά προσόντα μόρφωσης, ήθους και εργατικότητας. Ως κατ’ εκλογή προακτέοι κρίνονται οι δικαστικοί λειτουργοί που συγκεντρώνουν τα προσόντα μόρφωσης, ήθους και εργατικότητας για ν’ ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού.
  2. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα).

 

 

Αρθρο: 50

Ημ/νία: 07.06.2008

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ-ΑΠΟΣΠΑΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ-ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Μεταθέσεις

Σχόλια: Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). Προηγουμένως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 8 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230).Το εδάφιο α’ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ.8 άρθρ.4 Ν.2721/1999,ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.Το εδάφιο στ’ προστέθηκε με την παρ.8 άρθρ.3 Ν.2479/1997(Α 67/6-5-1997).Η παρ.1, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 8 του Ν.1868/1989,αντικαταστάθηκε στην συνέχεια ως άνω με την παρ.1 του άρθρου 6 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207)Η παρ. 2 του παρόντος άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 8 του Ν.1868/1989, καταργήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 6 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207) και η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου έλαβε αριθμό 2.Με την παρ.20 άρθρ.19 Ν.2386/1996 (Α 43) ορίζονται τα εξής: “Οι διατάξεις του άρθρου 50 παράγραφος 3 του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 36 Α’), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 8 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ 230 Α’), εφαρμόζονται ανάλογα και στο κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ.”. -H παρ. 3 τίθεται όπως προστέθηκε με το άρθρο 54 του ν. 3659/2008 ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.

 

Κείμενο Αρθρου

“1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορεί να μετατίθενται:

“α. αα. ύστερα από αίτησή τους,

ββ. αν η μετάθεση καθίσταται επιτακτικά αναγκαία εξαιτίας της συνδρομής εξαιρετικών υπηρεσιακών λόγων, οι οποίοι βεβαιώνονται με αιτιολογημένη απόφαση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και είναι άσχετη με την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του δικαστή”.

β. αν υποβληθούν αιτήσεις αμοιβαίας μετάθεσης,

γ. αν υπάρχει ή προκύπτει κώλυμα εντοπιότητας,

δ. αν υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο ή στην ίδια εισαγγελία περισσότερο από πέντε (5) έτη και η μετάθεση επιβάλλεται για πλήρωση κενής θέσης. Στην περίπτωση αυτή για την επιλογή του μεταθετέου, λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια της υπηρεσίας στον ίδιο τόπο και οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις,

ε. αν υπέπεσαν σε βαρύ πειθαρχικά παράπτωμα, εξαιτίας του οποίου δεν ενδείκνυται η παραμονή τους στον τόπο, όπου υπηρετούν.”

“στ. αν ο δικαστικός λειτουργός εμφανίζει αδικαιολόγητη και σοβαρή, κατά την κρίση του Συμβουλίου, καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του από την οποία προκύπτει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα δικαστικά καθήκοντα της θέσης στην οποία υπηρετεί”.

“2. “Δημόσιος υπάλληλος και υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου σύζυγος δικαστικού λειτουργού μετατίθεται ύστερα από αίτησή του στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγός του, εφ’ όσον υπάρχει κενή θέση σε αντίστοιχη υπηρεσία. Η αποδοχή της αίτησης δεν είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση αν δεν έχει παρέλθει έτος από την προηγούμενη μετάθεση. Δικαστικοί λειτουργοί σύζυγοι δικαστικών λειτουργών μετατίθενται ύστερα από αίτησή τους στην περιφέρεια που υπηρετεί ο άλλος σύζυγος, εφ’ όσον δεν υπάρχει κώλυμα συνυπηρέτησης”.

«3. Μετάθεση διοικητικού δικαστή δεν επιτρέπεται πριν από τη συμπλήρωση δύο (2) ετών στον τόπο όπου τοποθετήθηκε, λόγω διορισμού, προαγωγής ή μεταθέσεως. Η διετία υπολογίζεται από την ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μετάθεση και πριν από την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, για σοβαρούς υπηρεσιακούς ή προσωπικούς λόγους ή αν υποβληθούν αιτήσεις αμοιβαίας μετάθεσης.».

 

 

Αρθρο: 51

Ημ/νία: 26.11.2008

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ-ΑΠΟΣΠΑΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ-ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αποσπάσεις.

Σχόλια:  Η παρ.6 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 άρθρ.1 Ν. 2993/2002, ΦΕΚ Α 58/26.3.2002. Η παρ.7 όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 28) και στη συνέχεια είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 9 του Ν.2839/2000 (ΦΕΚ Α 196), αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του Ν.2915/2001 (Α 109/29-5-2001). Το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρ.1 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 1941/1991, ΦΕΚ Α’ 41 ορίζονται τα εξής: “1. Στους δικαστικούς λειτουργούς, που αποσπώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης συμφώνως προς τη διάταξη του άρθρου 51 παράγραφος 6 του ν. 1756/ 1988, αποκλειστικώς ή με παράλληλη άσκηση των κύριων καθηκόντων τους ή στους οποίους ανατίθενται ειδικά καθήκοντα, συμφώνως προς τη διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 3 του ν.1299/1982, καταβάλλονται αποζημίωση και έξοδα κινήσεως, που ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 1505/1984 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 1299/1982. 2. Για την αποζημίωση και τα έξοδα που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου, ως και για την κατά το άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 3 του ν.δ 908/1971, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του ν. 613/1977, αποζημίωση των μελών των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 40 του ν. 849/1978 και της παρ.5 του άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. 51/ 21.5.1990 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου”. ===================================== – Τα πρώην τρίτο και τέταρτο εδάφια της παρ. 1 καταργήθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 45 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008) με ισχύ της κατάργησης σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, από 7.6.2008. -Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ. 2 του ν.3719/2008 ΦΕΚ Α 241/26.11.2008.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικών λειτουργών, αν υπάρχει υπηρεσιακή ανάγκη. Η διάρκεια της απόσπασης δεν είναι δυνατό να υπερβεί το έτος.*** (βλ. σχόλια)
  2. Η διαπίστωση της υπηρεσιακής ανάγκης γίνεται με αιτιολογημένη έκθεση:

α) του προέδρου του Αρείου Πάγου, προκειμένου για δικαστές των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,

β)του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς.

γ) του γενικού επιτρόπου της επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προκειμένου για τακτικούς διοικητικούς δικαστικούς λειτουργούς,

δ) του πρόεδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου για παρέδρους και εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

ε) του προέδρου πρωτοδικών προκειμένου για ειρηνοδίκες.

Στην έκθεση περιλαμβάνεται και πρόταση για το δικαστήριο ή την εισαγγελία από την οποία είναι δυνατό να αποσπαστεί ο δικαστικός λειτουργός.

  1. Χωρίς να αναστέλλεται η εκτέλεση της σχετικής απόφασης ο αποσπώμενος μπορεί να ζητήσει για σπουδαίο λόγο την ανάκληση της

απόσπασης.

  1. Νέα απόσπαση του ίδιου δικαστικού λειτουργού δεν επιτρέπεται πριν περάσουν τρία χρόνια από την πρώτη, ανεξάρτητα από το βαθμό που είχε όταν αποσπάστηκε.
  2. Μετά τη λήξη ή την ανάκληση της απόσπασης ο δικαστικός λειτουργός επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση.

“6. Δικαστικοί λειτουργοί με βαθμό: εφέτη των πολιτικών και ποινικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντεισαγγελέα εφετών και ανωτέρων, καθώς και δικαστικοί λειτουργοί της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι δυνατόν να αποσπαστούν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου.”«Η απόσπαση αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομοπαρασκευαστικών έργων, καθώς και καθηκόντων σχετικών με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, διαρκεί για χρονικό διάστημα ενός έτους και μπορεί να παρατείνεται διαδοχικά μέχρι τη συμπλήρωση πενταετίας.»

“7. Δικαστικοί λειτουργοί είναι δυνατόν να αποσπώνται και να αναλαμβάνουν καθήκοντα στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις Βρυξέλλες ή σε όργανα, σε οργανισμούς, μονάδες και επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και οποιουδήποτε άλλου Διεθνούς Οργανισμού με κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. “Η απόσπαση γίνεται για εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας σε αντικείμενα συναφή με τη δικαστική ιδιότητα για χρόνο όχι μεγαλύτερο της τριετίας.”

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο χρόνος απόσπασης δύναται να παραταθεί με τις ίδιες προϋποθέσεις το πολύ για μία ακόμη τριετία.”

 

 

Αρθρο: 52

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ-ΑΠΟΣΠΑΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ-ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Εμφάνιση.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Κάθε προαγόμενος, μετατιθέμενος, αποσπώμενος ή επανερχόμενος δικαστικός λειτουργός οφείλει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου ή τη λήξη της απόσπασής του να βρίσκεται στη θέση του. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα να συντέμνει την προθεσμία αυτή αλλά όχι κάτω από πέντε ημέρες. Μέσα στην ίδια προθεσμία οφείλουν να εμφανίζονται στις θέσεις τους και οι απολυόμενοι από τις τάξεις του στρατού.
  2. Ο δικαστικός λειτουργός που δεν θα εμφανιστεί στη θέση του αδικαιολόγητα μέσα στις πιο πάνω προθεσμίες στερείται τις αποδοχές του, ανεξάρτητα από την πειθαρχική του ευθύνη. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 43 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

3.Η εμφάνιση του δικαστικού λειτουργού στη θέση του βεβαιώνεται με σχετική έκθεση που συντάσσεται ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα. Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή, κατά περίπτωση, στο γενικό επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

 

 

Αρθρο: 53

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ-ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΑ-ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ισοβιότητα.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΣΤ’

Ισοβιότητα, αρχαιότητα, βαθμοί, προβάδισμα.

Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ισόβιοι. Πριν από το διορισμό τους ως τακτικών δικαστικών λειτουργών διανύουν εκπαιδευτική και δοκιμαστική περίοδο με τις προϋποθέσεις και τους όρους που ορίζονται στις επόμενες διατάξεις.

 

 

Αρθρο: 54

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ-ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΑ-ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αρχαιότητα.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Η αρχαιότητα των δικαστικών λειτουργών σε κάθε βαθμό της ιεραρχίας καθορίζεται από τη χρονολογία υπογραφής του προεδρικού διατάγματος διορισμού ή προαγωγής τους. Μεταξύ περισσοτέρων, που διορίζονται ή προάγονται με το ίδιο προεδρικό διάταγμα, αρχαιότερος θεωρείται αυτός που προηγείται στο διάταγμα. Στο διάταγμα αυτό τηρείται υποχρεωτικά η σειρά που έχει τεθεί στην περί προαγωγής απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ή της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου ή του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Αν πρόκειται για διορισμό τηρείται υποχρεωτικά η σειρά επιλογής ή επιτυχίας στο διαγωνισμό.
  2. Σε περίπτωση διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ως προς την παράλειψη δικαστικού λειτουργού ή προσφυγής του τελευταίου, αν η ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου αποφανθεί υπέρ της προαγωγής, η απόφασή της θεωρείται σύγχρονη με την απόφαση του συμβουλίου που τον παρέλειψε. Η ολομέλεια αποκαθιστά τον προαγόμενο στη σειρά αρχαιότητάς του.
  3. Αν υπάρχουν περισσότερα προεδρικά διατάγματα, με την ίδια ή διαφορετική χρονολογία, λαμβάνεται υπόψη η χρονολογία και η σειρά των σχετικών αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου ή της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου ή του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
  4. Κάθε Ιανουάριο συντάσσονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες της σειράς αρχαιότητας όλων των δικαστικών λειτουργών του Κράτους, που υπηρετούν την 1η Ιανουαρίου. Στους πίνακες αυτούς σημειώνεται η χρονολογία υπογραφής των διαταγμάτων του αρχικού διορισμού και της τελευταίας προαγωγής του δικαστικού λειτουργού, καθώς και το έτος γέννησης.
  5. Τους πίνακες κυρώνει ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης αποστέλλει μέχρι το τέλος Μαρτίου κάθε έτους αντίτυπα των πινάκων αυτών στους προϊσταμένους των δικαστηρίων, εισαγγελιών και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας, αντίστοιχα, για να κοινοποιηθούν στους δικαστικούς λειτουργούς.
  6. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ένσταση κατά των πινάκων αρχαιότητας μέσα σε ένα μήνα αφ’ ότου έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους. Η ένσταση ασκείται με κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ο ενιστάμενος, διαβιβάζεται μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και κοινοποιείται στους θιγομένους από αυτή. Σε περίπτωση παραδοχής της ένστασης τροποποιείται ο πίνακας με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, που ανακοινώνεται στο οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, στον ενιστάμενο και στους θιγομένους. Κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου χωρεί προσφυγή σε κάθε περίπτωση από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, ενώπιον της ολομέλειας του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση ή γνώση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

 

 

Αρθρο: 55

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΙΕΡΑΡΧΙΑ – ΒΑΘΜΟΙ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Βαθμοί ιεραρχίας – αντιστοιχία – προβάδισμα.

Σχόλια: Στο άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150) ορίζονται τα εξής:”Η αληθινή έννοια τη περίπτωσης η’ της παρ. 2 του άρθρου 55 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. είναι ότι η βαθμολογική εξομοίωση των ειρηνοδικών Γ’ τάξεως με τους αναφερόμενους στην περίπτωση αυτή λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς ενέχει και μισθολογική εξομοίωση.”Η περίπτωση δ’ της παρ. 4 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 11 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).Η παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 12 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι βαθμοί της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργιών είναι οι εξής: Α. Του Συμβουλίου της Επικρατείας:

πρόεδρος, αντιπρόεδρος, σύμβουλος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής. Β. Των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων:

α) πρόεδρος, εισαγγελέας, αντιπροέδρος του Αρείου Πάγου, αρεοπαγίτης, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου,

β) πρόεδρος, εισαγγελέας εφετών, εφέτης, αντεισαγγελέας εφετών,

γ) πρόεδρος, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας,

δ) ειρηνοδίκης Α’, Β’, Γ’, Δ’ τάξης.

Γ. Του Ελεγκτικού Συνεδρίου:

πρόεδρος, γενικός επίτροπος, αντιπρόεδρος, σύμβουλος, αντεπίτροπος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.

Δ. Της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων: γενικός επίτροπος, επίτροπος, αντεπίτροπος.

Ε. Των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων:

πρόεδρος εφετών, εφέτης, εφέτης πρόεδρος πρωτοδικών, πρωτοδίκης και πάρεδρος πρωτοδικείου διοικητικών δικαστηρίων.

  1. Εξομοιώνονται βαθμολογικά:

α) ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος και ο γενικός επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο γενικός επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,

β) οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ο επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

γ) οι σύμβουλοι της Επικρατείας, οι αρεοπαγίτες, οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι σύμβουλοι και ο αντεπίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και οι αντεπίτροποι Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

δ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων,

ε) οι πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι εφέτες, οι αντεισαγγελείς εφετών, οι πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι εφέτες των διοικητικών δικαστηρίων,

στ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς πρωτοδικών οι πρόεδροι πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων και οι ειρηνοδίκες Α’ τάξης,

ζ) οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι πρωτοδίκες, οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων, οι ειρηνοδίκες Β’ τάξης,

η) οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι πάρεδροι πρωτοδικείου, οι πάρεδροι εισαγγελείς, οι πάρεδροι πρωτοδικείου των διοικητικών δικαστηρίων και οι ειρηνοδίκες Γ’ τάξης.

  1. Μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που ανήκουν στην ίδια βαθμίδα εξομοίωσης, προβαδίζει ο αρχαιότερος στο βαθμό με την εξής σειρά:

α) δικαστές, πλην ειρηνοδικών,

β) εισαγγελείς,

γ) επίτροποι,

δ) ειρηνοδίκες.

  1. Στις επίσημες τελετές ή εορτές καλούνται, ως εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας:

α) στην Αθήνα, ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος, εισαγγελέας και οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος, ο γενικός επίτροπος και οι αντιπρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο γενικός επίτροπος και ο επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών δικαστηρίων,

β) στις πόλεις έδρες εφετείων, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας των εφετών και ο πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων,

γ) στις πόλεις έδρες πρωτοδικείων, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας πρωτοδικών και ο πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων,

“δ. στις έδρες ειρηνοδικείων, έξω από την έδρα του πρωτοδικείου, ο ειρηνοδίκης που υπηρετεί εκεί”.

“5. Οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων εξομοιώνονται μισθολογικά με τους δικαστικούς λειτουργούς, που αναφέρονται στο εδάφιο γ’ της παραγράφου 2 του παρόντος”.

 

 

Αρθρο: 56

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ-ΑΡΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Διαθεσιμότητα.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Ζ’

Διαθεσιμότητα και αργία δικαστικών λειτουργών.

  1. Ο δικαστικός λειτουργός που έχει τρία χρόνια τουλάχιστον πραγματική δημόσια υπηρεσία τίθεται, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω νόσου, η οποία είναι δυνατό να θεραπευτεί, παρατείνεται όμως και μετά το χρόνο της αναρρωτικής άδειας του άρθρου 45.
  2. Η θέση σε διαθεσιμότητα και η επάνοδος στην υπηρεσία γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
  3. Η διαθεσιμότητα λόγω νόσου δεν είναι δυνατό να υπερβεί το ένα έτος και, αν η νόσος δε θεραπεύεται εύκολα, τα δύο έτη. Αρχίζει μόλις λήξει η αναρρωτική άδεια. Μετά την πάροδο του έτους ή των δύο ετών αντιστοίχως, η αρμόδια επιτροπή η προβλεπόμενη από τον υπαλληλικό κώδικα στην οποία υποχρεωτικώς συμμετέχουν ένας ψυχολόγος και ένας ψυχίατρος διευθυντής κλινικής κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αποφαίνεται, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, αν ο δικαστικός λειτουργός είναι ή όχι ικανός να επανέλθει αμέσως στα καθήκοντά του. Σε περίπτωση αρνητικής γνωμάτευσης, ο δικαστικός λειτουργός παύεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 60.
  4. Ο δικαστικός λειτουργός είναι δυνατό να παραπεμφθεί για εξέταση στην επιτροπή της προηγούμενης παραγράφου και πριν λήξει ο χρόνος της διαθεσιμότητας. Αν η επιτροπή γνωματεύσει ότι δεν είναι ικανός να αναλάβει αμέσως καθήκοντα, η διαθεσιμότητα διατηρείται μέχρι τη λήξη της.
  5. Η επιτροπή αυτή είναι δυνατό να εξετάσει και δικαστικό λειτουργό που διαμένει εκτός της έδρας της, μέσω της πλησιέστερης υγειονομικής επιτροπής.
  6. Ο δικαστικός λειτουργός που τέθηκε σε διαθεσιμότητα λόγω νόσου παίρνει τα τρία τέταρτα (3/4) του συνόλου τω αποδοχών του.

 

 

Αρθρο: 57

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ-ΑΡΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αργία.

Σχόλια: Με την παρ. 2 άρθρ. 3 Ν. 2521/1997 Α 174/1-9-1997 ορίζονται τα εξής: “Δεν υπολογίζεται για τη χορήγηση του επιδόματος (επιδόματος χρόνου υπηρεσίας (χρονοεπιδόματος)) (…) ο χρόνος της προσωρινής παύσης και αργίας των άρθρων 57 και 60 του ν.1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α’),ανεξάρτητα αν ο χρόνος των περιπτώσεων αυτών αναγνωρίζεται συντάξιμος ή όχι από το Δημόσιο”.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Ο δικαστικός λειτουργός που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία με ένταλμα προσωρινής κράτησης, με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε προσωρινά από τις φυλακές, τίθεται αυτοδικαίως σε κατάσταση αργίας. Αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός τέθηκε σε αργία, επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία.
  2. Ο δικαστικός λειτουργός είναι δυνατό να τεθεί σε προσωρινή αργία, όταν εκκρεμεί εναντίον του

α)ποινική δίωξη για έγκλημα που μπορεί να επισύρει αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων ή

β) πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.

  1. Η θέση σε προσωρινή αργία, κατά την προηγούμενη παράγραφο, γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
  2. Η προσωρινή αργία της παραγράφου 2 αρχίζει ή λήγει από την ανακοίνωση στο δικαστικό λειτουργό του σχετικού προεδρικού διατάγματος. Δεν απαιτείται έκδοση προεδρικού διατάγματος για τη λήξη της αργίας, αν εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση.

Στις περιπτώσεις αυτές ο δικαστικός λειτουργός επανέρχεται αυτοδικαίως. Επίσης επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία, αν καταδικάστηκε αμετάκλητα για έγκλημα ή τιμωρήθηκε τελεσίδικα για πειθαρχικό παράπτωμα, που δεν συνεπάγονται την οριστική παύση από την υπηρεσία. Στις περιπτώσεις αυτές εκδίδεται διαπιστωτικό προεδρικό διάταγμα.

  1. Από τις αποδοχές του δικαστικού λειτουργού που έχει τεθεί σε αργία παρακρατεί το ένα τρίτο (1/3). Τούτο

α) αποδίδεται με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου στο δικαστικό λειτουργό, αν απαλλαγεί από την κατηγορία και

β) είναι δυνατό να του αποδοθεί, με απόφαση του ίδιου Συμβουλίου, αν καταδικαστεί για έγκλημα ή τιμωρηθεί για πειθαρχικό παράπτωμα που δεν συνεπάγονται την οριστική παύση.

 

 

Αρθρο: 57Α

Ημ/νία: 11.03.2005

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ-ΑΡΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Θέση εκτός υπηρεσίας

Σχόλια:  Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3327/2005 (Α΄ 70/11.3.2005).

 

Κείμενο Αρθρου

Ο δικαστής, σε βάρος του οποίου έχει διαταχθεί πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση για αδίκημα που μπορεί να επισύρει την ποινή οριστικής παύσης, είναι δυνατόν να τεθεί προσωρινά εκτός υπηρεσίας με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου μέχρι πέρατος της εξέτασης αυτής.

Στην περίπτωση αυτή ο δικαστής διατηρεί τις αποδοχές του.

Αν στη συνέχεια ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 57.

Αν η υπόθεση τεθεί στο αρχείο ο δικαστής επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία του.»

 

 

Αρθρο: 58

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Παραίτηση.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Η’.

Λύση της υπηρεσιακής σχέσης.

  1. Ο δικαστικός λειτουργός έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία, που τέθηκαν στο έγγραφο της παραίτησης, θεωρούνται ότι δεν γράφτηκαν.
  2. Η αποδοχή της παραίτησης πρέπει να γίνει μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της. Μέσα στην ίδια προθεσμία αυτός που παραιτήθηκε έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει εγγράφως την παραίτησή του, εφ’ όσον το διάταγμα της αποδοχής δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.
  3. Δεν είναι υποχρεωτική για τον Υπουργό Δικαιοσύνης η αποδοχή της παραίτησης και δεν έχει εφαρμογή η παράγραφος 5,αν κατά το χρόνο υποβολής της παραίτησης είναι εκκρεμής σε βάρος του παραιτουμένου:

α) ποινική δίωξη για κακούργημα ή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 37 παράγραφος 1 περίπτ. ε’ ή

β) πειθαρχική δίωξη.

  1. Η λύση της υπηρεσιακής σχέσης επέρχεται από τη στιγμή που θα ανακοινωθεί σ’ αυτόν που παραιτήθηκε το προεδρικό διάταγμα αποδοχής της παραίτησης.
  2. Θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή η παραίτηση και λύεται αυτοδικαίως η υπηρεσιακή σχέση ενενήντα ημέρες μετά την υποβολή της, εφ’ όσον μέχρι την ημέρα αυτή δεν έχει δημοσιευθεί και ανακοινωθεί το διάταγμα της αποδοχής της παραίτησης.

 

 

Αρθρο: 59

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Αποχώρηση λό γω ορίου ηλικίας.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέχρι και το βαθμό του εφέτη ή αντεισαγγελέα εφετών και των αντίστοιχων βαθμών αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους. Ολοι οι δικαστικοί λειτουργοί των ανώτερων βαθμών αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους. Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης ως ημέρα συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας θεωρείται η 30η Ιουνίου του έτους αποχώρησης, κατά την οποία λύνεται η υπηρεσιακή σχέση.
  2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου η ηλικία των δικαστικών λειτουργών αποδεικνύεται κατά το άρθρο 36.
  3. Το προεδρικό διάταγμα που βεβαιώνει την αποχώρηση από την υπηρεσία πρέπει να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να ανακοινωθεί στο δικαστικό λειτουργό που αποχωρεί έως την 20ή Ιουλίου του έτους αποχώρησης.
  4. Ο δικαστικός λειτουργός, που συμπλήρωσε τριάντα χρόνια πραγματική υπηρεσία δικαστικού λειτουργού ή αποχωρεί λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, διατηρεί τιμητικά τον τίτλο της θέσης που κατείχε και μετά τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης. Αυτό μνημονεύεται στο προεδρικό διάταγμα αποχώρησης από την υπηρεσία.
  5. Ο δικαστικός λειτουργός, που παύεται οριστικά λόγω πειθαρχικού παραπτώματος ή κατά τις διατάξεις του άρθρου 60 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 περίπτωση β’, στερείται τον τίτλο της προηγούμενης παραγράφου. Επίσης στερείται τον τίτλο αυτός που τιμωρήθηκε στο βαθμό εξόδου από την υπηρεσία με πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσης.
  6. Από τον τίτλο αυτόν εκπίπτει αυτοδικαίως εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα για μια από τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 περίπτ. ε’.

 

 

Αρθρο: 60

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Οριστική παύση

Σχόλια: Με την παρ.2 άρθρ.3 Ν.2521/1997 Α 174/1-9-1997 ορίζονται τα εξής: “Δεν υπολογίζεται για τη χορήγηση του επιδόματος (επιδόματος χρόνου (χρονοεπιδόματος) ο χρόνος της προσωρινής παύσης και αργίας των άρθρων 57 και 60 του ν.1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α’),ανεξάρτητα αν ο χρόνος των περιπτώσεων αυτών αναγνωρίζεται συντάξιμος ή όχι από το Δημόσιο”.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Εκτός από την περίπτωση της επιβολής πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσης λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, ο δικαστικός λειτουργός παύει οριστικά:

α) αν στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα λόγω αμετάκλητης καταδίκης,

β) αν καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των τριών μηνών για αδίκημα που τελέστηκε με δόλο,

γ) αν καταδικάστηκε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε ποινή, για αδίκημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 37 παράγραφος 1 περίπτ. ε’.

  1. Είναι δυνατό να παυθεί οριστικά ο δικαστικός λειτουργός:

α) για ανικανότητα εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, λόγω νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής, εφ’ όσον η ανικανότητα αυτή διαρκεί και πέρα από το χρόνο που ορίζεται από τις κείμενες διατάξεις για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους,

β) για υπηρεσιακή ανεπάρκεια.

  1. Για την οριστική παύση του δικαστικού λειτουργού σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αποφασίζει το δικαστήριο που είναι κατά περίπτωση αρμόδιο για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης.
  2. Η διαδικασία για την παύση του δικαστικού λειτουργού, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, κινείται σε κάθε περίπτωση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, τον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, ή τον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης.
  3. Αν κινηθεί η διαδικασία για την παύση δικαστικού λειτουργού, ο πρόεδρος του αρμόδιου δικαστηρίου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του ορίζει ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ως εισηγητή. Ο εισηγητής συλλέγει τα αναγκαία στοιχεία τα σχετικά με το λόγο της παύσης και μπορεί να εξετάσει μάρτυρες και να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ορισμένες από τις πράξεις αυτές μπορεί να τις αναθέσει και σε άλλο δικαστικό λειτουργό αν υπάρχει λόγος. Επίσης ο εισηγητής καλεί το δικαστικό λειτουργό που εισάγεται για οριστική παύση, να δώσει εξηγήσεις. Τέλος συντάσσει και υποβάλλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου έκθεση που περιέχει και την γνώμη του ως προς την ουσία της υπόθεσης. Ο δικαστικός λειτουργός που εισάγεται για παύση έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου οποτεδήποτε.
  4. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο στην οποία καλείται ο δικαστικός λειτουργός με κλήση που περιέχει το λόγο της εισαγωγής του για παύση, καθώς και λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το λόγο αυτόν. Η κλήση επιδίδεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Η συζήτηση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να παρίσταται και δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου.
  5. Το δικαστήριο εκτιμά γενικότερα την καθόλου υπηρεσία του δικαστικού λειτουργού και τη χρησιμότητά του ή όχι στην υπηρεσία. Η απόφαση του δικαστηρίου επιδίδεται σ’ αυτό που παύθηκε και υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν με τη απόφαση απαγγέλεται οριστική παύση, εκδίδεται προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύεται περιληπτικά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  6. Η λύση της υπηρεσιακής σχέσης λόγω οριστικής παύσης επέρχεται από την επίδοση στο δικαστικό λειτουργό της απόφασης οριστικής παύσης. Αν δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση, αυτή λογίζεται ότι έγινε την 30ή ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης.

 

 

Αρθρο: 61

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Τίτλος Αρθρου: Διορισμός-Προαγωγή

Σχόλια

Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ.5 άρθρ. 6 Ν.2408/1996 (Α 104). Προηγουμένως, είχε αντικατασταθεί με τα άρθρα 9 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230) και 7 παρ. 1 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207), στη δε παρ. 3 είχε προστεθεί περίπτωση δ με το άρθρο 5 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ειδικές διατάξεις.

Κεφάλαιο Θ’

Δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας.

(Παραλείπεται ως μη ισχύον)

 

 

Αρθρο: 62

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

Τίτλος Αρθρου: Προαγωγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 58 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165) ορίσθηκαν τα εξής:”Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας αυξάνεται από την 1η Ιουλίου 2003 σε δύο (2) και ορίζεται συνολικά σε πενήντα δύο (52)”.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Σε πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται κατ’ εκλογή εισηγητής με επτά έτη υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του ως δόκιμου εισηγητή.
  2. Σε σύμβουλο της Επικρατείας προάγεται κατ’ απόλυτη εκλογή πάρεδρος με πέντε έτη υπηρεσίας στο βαθμό του παρέδρου.
  3. Σε αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται σύμβουλος με τρία έτη υπηρεσίας στο βαθμό του συμβούλου.
  4. Σε πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται αντιπρόεδρος ή σύμβουλος που έχει τέσσερα τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό του συμβούλου.

 

 

Αρθρο: 63

Ημ/νία: 29.03.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Τίτλος Αρθρου: Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Σχόλια:  Η παρ. 7 όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 3472/206 (Α΄ 135/4.7.2006) τίθεται όπως αντικαστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του ν. 3841/2010 ΦΕΚ Α 51/6.4.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Ι’

Δικαστικοί λειτουργοί τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

  1. Σε θέση αντεπιτρόπου διορίζεται, εφ’ όσον έχει είκοσι έτη δικαστικής υπηρεσίας:

α) πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων με διετή υπηρεσία στο βαθμό αυτόν ή με πενταετή συνολική υπηρεσία στο βαθμό του και στο βαθμό του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων και β) εφέτης διοικητικών δικαστηρίων με εξαετή υπηρεσία στο βαθμό του.

  1. Μέσα σε ένα μήνα από τότε που δημιουργείται κενή θέση εισαγωγικού βαθμού, ο Υπουργός Δικαιοσύνης με ανακοίνωσή του, που δημοσιεύεται μια φορά σε δύο ημερήσιες εφημερίδες της πρωτεύουσας προσκαλεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης αίτηση διορισμού, συνοδευόμενη με τα κατά την κρίση τους δικαιολογητικά των προσόντων τους.
  2. Η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται μέσα σε ένα μήνα από την τελευταία δημοσίευση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.
  3. Οι αιτήσεις με τα δικαιολογητικά τους καθώς και οι ατομικοί υπηρεσιακοί φάκελοι διαβιβάζονται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης, που ύστερα από σύγκριση των υποψηφίων, προτείνει με αιτιολογημένη απόφασή του τον καταλληλότερο για διορισμό. Η αρχαιότητα στο βαθμό δεν αποτελεί, μόνη αυτή, στοιχείο υπεροχής.
  4. Ο διοριζόμενος δίνει το νόμιμο όρκο σε δημόσια συνεδρίαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τη δόση του όρκου ο δικαστικός λειτουργός θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από τη θέση του που κατείχε και επέρχεται αυτοδικαίως λύση της υπηρεσιακής σχέσης χωρίς καμία άλλη διατύπωση.
  5. Στο βαθμό του επιτρόπου προάγεται ο αντεπίτροπος, εφ’ όσον έχει:

α) υπηρεσία ενός έτους στον βαθμό αυτόν ή

β) προϋπηρεσία τριών ετών στο βαθμό του προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων ή

γ) προϋπηρεσία έξι ετών συνολικώς στους βαθμούς του προέδρου εφετών και εφέτη διοικητικών δικαστηρίων.

«7. Η προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Επιτρόπου των Διοικητικών Δικαστηρίων ενεργείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με επιλογή μεταξύ των μελών της Γενικής Επιτροπείας που έχουν συνολική τετραετή υπηρεσία στους βαθμούς του Επιτρόπου, του Αντεπιτρόπου και του Προέδρου Εφετών ή μεταξύ των Προέδρων Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων με τετραετή υπηρεσία στο βαθμό αυτόν. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των περιπτώσεων α ‘ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του παρόντος.»

 

 

Αρθρο: 64

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Τίτλος Αρθρου: Διορισμός σε θέσεις παρέδρων πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

Σχόλια

Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ.5 άρθρ. 6 Ν.2408/1996 (Α 104). Προηγουμένως, είχε αντικατασταθεί με τα άρθρα 10 παρ. 1 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230), με το οποίο τροποποιήθηκε και ο τίτλος του, 6 παρ. 1 του Ν. 1877/1990 (ΦΕΚ Α 28) και 5 παρ. 2 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

 

 

Αρθρο: 65

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΑΡΕΔΡΟΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Πάρεδροι πρωτοδικείου διοικητικών δικαστηρίων και διορισμός τους σε θέση πρωτοδίκη.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 58 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165) ορίσθηκαν τα εξής: “Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αυξάνεται από την 1η Ιουλίου 2003, ως εξής:α. των προέδρων εφετών κατά δύο (2) και ορίζεται συνολικά σε πενήντα πέντε (55),β. των εφετών κατά οκτώ (8) και ορίζεται συνολικά σε εκατόν ενενήντα οκτώ (198),γ. των προέδρων πρωτοδικών κατά δύο (2) και ορίζονται συνολικά σε ενενήντα έξι (96),δ. των πρωτοδικών και παρέδρων πρωτοδικείων κατά δεκαπέντε (15) και ορίζεται συνολικά σε τετρακόσιες δύο (402).”

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι πάρεδροι πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία, στη διάρκεια της οποίας αν και δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την ιδιότητα του τακτικού δικαστικού λειτουργού, την οποία αποκτούν με το διορισμό και την ορκωμοσία τους ως πρωτοδικών, έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τακτικού δικαστικού λειτουργού.
  2. Στη διάρκεια της δοκιμαστικής υπηρεσίας οι πάρεδροι ασκούν καθήκοντα τακτικού δικαστή και μετέχουν στη σύνθεση του διοικητικού πρωτοδικείου, κατά τους ειδικότερους ορισμούς του οργανισμού των δικαστηρίων.
  3. Ο πρόεδρος του διοικητικού πρωτοδικείου ή τμήματος του διοικητικού πρωτοδικείου, στο οποίο λειτουργούν περισσότερα τμήματα, παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τους παρέδρους, που υπηρετούν υπό την εποπτεία του, σε ό,τι αφορά την επιμέλεια, εργατικότητα και την εκδηλούμενη έφεση προσαρμογής τους στις απαιτήσεις του δικαστικού λειτουργήματος, τους καθοδηγεί στην τεχνική της εργασίας και τους βοηθεί στην ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Για κάθε έτος υπηρεσίας του παρέδρου ο πρόεδρος συντάσσει ειδική έκθεση, στην οποία γίνεται ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση της απόδοσής του και ειδική αναφορά στο ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την κρίση και αντίληψη και τη συμπεριφορά του. Στο τέλος της έκθεσης διατυπώνεται και κρίση για την καταλληλότητα του παρέδρου να διοριστεί σε θέση πρωτοδίκη διοικητικών δικαστηρίων. Ο πρόεδρος που μετακινείται πριν συμπληρωθεί έτος από την τοποθέτηση του παρέδρου στο δικαστήριο συντάσσει υποχρεωτικά έκθεση πριν από την μετακίνησή του, αν έχει την εποπτεία του παρέδρου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών. Στις εκθέσεις που συντάσσουν οι πρόεδροι των τμημάτων εκφέρει τη γνώμη του και ο προϊστάμενος του δικαστηρίου.
  4. Οι εκθέσεις των παρέδρων και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο ή πληροφορία για την απόδοση ή την καταλληλότητά τους τοποθετούνται σε ειδικό για κάθε πάρεδρο φάκελο που στο τέλος της δοκιμαστικής υπηρεσίας υποβάλλεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης δια του Υπουργού Δικαιοσύνης και στο Γενικό Επίτροπο.
  5. Μετά τη συμπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης, αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για το διορισμό των παρέδρων σε θέσεις πρωτοδικών. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη την έκθεση του συμβουλίου των εφετών, για την οποία γίνεται λόγος στην επόμενη παράγραφο, τις σχετικές με αυτούς εκθέσεις των προέδρων και επιθεωρητών, όπως και κάθε στοιχείο σχετικό με το ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας τους και την επίδοσή τους γενικά.

Αντίθετα, αν το συμβούλιο κρίνει ότι ο πάρεδρος δεν πρέπει να διοριστεί πρωτοδίκης, λόγω έλλειψης ήθους ή λόγω ανεπάρκειας, αποφασίζει αιτιολογημένα την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα.

  1. Για την καταλληλότητα των παρέδρων να διοριστούν πρωτοδίκες αποφαίνεται με αιτιολογημένη έκθεσή του τριμελές συμβούλιο που συγκροτείται από τον προϊστάμενο ή τον πρόεδρο του οικείου διοικητικού εφετείου και δύο εφέτες. Το συμβούλιο καταρτίζει την έκθεσή του, αφού ακούσει τον εισηγητή εφέτη, που πρέπει να έχει σχηματίσει προσωπική αντίληψη για το ήθος και την εργατικότητα του παρέδρου και για την επιστημονική του κατάρτιση.
  2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί επίσης με αιτιολογημένη απόφασή του να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία του παρέδρου για ένα χρόνο, αν κρίνει ότι αυτός δεν είναι ακόμα ώριμος να διοριστεί πρωτοδίκης. Αν και μετά την πάροδο του πρόσθετου αυτού χρόνου το συμβούλιο κρίνει ότι δεν πρέπει να διοριστεί πρωτοδίκης, αποφασίζει ταυτόχρονα με αιτιολογημένη απόφασή του την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα.
  3. Οι πάρεδροι διορίζονται για την πλήρωση κενών θέσεων πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με τη σειρά αποφοίτησης από την Ε.Σ.Δ.Δ. ή κατά τη σειρά επιτυχίας στον τυχόν διεξαγόμενο κατά το άρθρο 110 σχετικό διαγωνισμό. Ως κενές θέσεις πρωτοδικών θεωρούνται και οι κενές θέσεις των ανώτερων βαθμών. Οι πάρεδροι που κρίθηκαν διοριστέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο διορίζονται υποχρεωτικά πρωτοδίκες και δίνουν τον κατά το άρθρο 34 όρκο. Ο όρκος αυτός, αν ο διοριζόμενος έχει εκκρεμότητες, μπορεί να δοθεί και στο δικαστήριο που υπηρετεί κατά το διορισμό του.
  4. Ο διορισμός παρέδρου σε θέση πρωτοδίκη θεωρείται προαγωγή για την λήψη οδοιπορικών και εξόδων πρώτης εγκατάστασης.

 

 

Αρθρο: 66

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Προαγωγές δικαστών τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Σχόλια: Οι παρ.1 και 3 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 17 παρ. 2 Ν.2943/2001,ΦΕΚ Α 203/12.9.2001.

 

Κείμενο Αρθρου

“1. Σε πρόεδρο πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων προάγεται πρωτοδίκης με πέντε τουλάχιστον έτη υπηρεσίας πρωτοδίκη, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου πρωτοδικείου. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε πρόεδρο πρωτοδικών, πρωτοδίκης διοικητικών δικαστηρίων με δώδεκα έτη υπηρεσίας κατά τα ανωτέρω, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση προέδρου πρωτοδικών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως πρωτοδίκης. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση προέδρου πρωτοδικών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών – παρέδρων πρωτοδικείου”.

  1. Σε εφέτη διοικητικών δικαστηρίων προάγεται πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων που έχει δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως πρόεδρος ή οκτώ έτη υπηρεσίας συνολικά ως πρόεδρος και πρωτοδίκης.

“3. Σε πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων προάγεται εφέτης διοικητικών δικαστηρίων που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εφέτης ή επτά έτη υπηρεσίας συνολικά ως εφέτης και πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε πρόεδρο εφετών, εφέτης διοικητικών δικαστηρίων με δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση προέδρου εφετών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως εφέτης. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση προέδρου εφετών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των εφετών.”

  1. Η προαγωγή στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων γίνεται κατ’ εκλογή.
  2. Η προαγωγή στο βαθμό του προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων γίνεται μόνο κατ’ απόλυτη εκλογή.
  3. Αυτοί που προάγονται με την ίδια απόφαση διατηρούν τη μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας.

 

 

Αρθρο: 67

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

 

Τίτλος Αρθρου: Αρμοδιότητα – Συγκρότηση – λειτουργία.

Σχόλια

Οι παρ. 2 και 3 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 8 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207)Η παρ. 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207).Η παρ.8 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 1 άρθρ.5 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002. Προηγουμένως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 10 παρ. 2 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230) και 6 παρ. 1 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΙΑ’

Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης.

  1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης αποφασίζει για το διορισμό των εισηγητών και τις προαγωγές των εισηγητών και παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Επίσης αποφασίζει, γνωμοδοτεί ή προτείνει και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από το νόμο.

“2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης εδρεύει στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Συγκροτείται από έντεκα (11) μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στο βαθμό του συμβούλου επικρατείας ή προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων ή διορισμό αντεπιτρόπου της επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οπότε συγκροτείται από δεκαπέντε (15) μέλη.

Τακτικά μέλη είναι ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που προεδρεύει, και άλλα δέκα (10) ή δεκατέσσερα (14) κατά περίπτωση μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ορίζονται κάθε χρόνο με κλήρωση. Στην κλήρωση αυτή μετέχουν οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι σύμβουλοι, που έχουν δύο (2) έτη υπηρεσίας στο βαθμό του συμβούλου, όταν αρχίζει η θητεία τους ως μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

  1. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης γίνεται από το Α’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του μήνα Δεκεμβρίου.

Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το Τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα των μελών του δικαστηρίου που έχουν τα προσόντα συμμετοχής στην κλήρωση. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα είκοσι (20) σφαιρίδια. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες οι δέκα (10) πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου.

Οταν για τη συγκρότηση του συμβουλίου απαιτείται συμμετοχή δεκατεσσάρων (14) μελών, τακτικά μέλη είναι οι δεκατέσσερις (14) πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης και αναπληρωματικά οι λοιποί έξι (6). Τα τακτικά μέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωματικά κατά σειρά της κλήρωσής τους. Για τα δύο στάδια της κλήρωσης, συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης”.

  1. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωσή τους έτους.

“5. Για την αντικατάσταση τακτικών ή αναπληρωματικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία γίνεται συμπληρωματική κλήρωση σε δημόσια συνεδρίαση του Α’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε αυτή μετέχουν οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι σύμβουλοι με διετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό, οι οποίοι δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη διαδικασία της κλήρωσης εφαρμόζεται η παράγραφος 3.Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια, όσα είναι τα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη που αντικαθίστανται. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.”

  1. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει, κωλύεται ή απουσιάζει ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθήκοντα προέδρου του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για τη συγκεκριμένη περίπτωση εκτελεί ο νόμιμος αναπληρωτής του, ο οποίος, αν είναι τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου, αναπληρώνει από αναπληρωματικό μέλος.
  2. Οσα ισχύουν για την εξαίρεση των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας ισχύουν αναλόγως και για την εξαίρεση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

“8. Στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Διοικητικής Δικαιοσύνης για τα θέματα που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχει και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας που υπηρετεί σε αυτά, οπότε και αποχωρεί το τελευταίο κατά τη σειρά της κλήρωσης μέλος του. Στις περιπτώσεις υπηρεσιακών μεταβολών δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας με βαθμό κατώτερο του συμβούλου, ή δύο πρόεδροι εφετών, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές προέδρων εφετών και εφετών, ή δύο εφέτες, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη. Αυτοί ορίζονται με κλήρωση από τους παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, τους προέδρους εφετών και τους εφέτες των διοικητικών εφετείων Αθηνών και Πειραιώς, από τους οποίους οι πάρεδροι και οι εφέτες έχουν τουλάχιστον διετή υπηρεσία στο βαθμό του παρέδρου ή του εφέτη, όταν αρχίζει η θητεία τους, ως μελών του Συμβουλίου. Η κλήρωση γίνεται κατά την παράγραφο 3 μετά την κλήρωση των μετά ψήφου μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης. Από την κληρωτίδα με τους παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ο Πρόεδρος εξάγει έξι σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Ακολουθεί η κλήρωση από τις οικείες κληρωτίδες έξι προέδρων εφετών και έξι εφετών διοικητικών δικαστηρίων, από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Οι ίδιοι κληρωθέντες μετέχουν και στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εάν η κρίση αφορά τους κληρωθέντες, γίνεται συμπληρωματική κλήρωση μεταξύ εκείνων που δεν πρόκειται να κριθούν. Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται στις παραγράφους 3, 4, 5 και 7.”

  1. Καθήκοντα γραμματέα του Συμβουλίου, εκτελεί ο γραμματέας του Συμβουλίου της Επικρατείας και, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο νόμιμος αναπληρωτής του. Κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου καθήκοντα γραμματέα εκτελεί ο οριζόμενος από τον πρόεδρο υπάλληλος της γραμματείας.

 

 

Αρθρο: 68

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

Τίτλος Αρθρου: Αποφάσεις, διαφωνία, προσφυγή.

Σχόλια: Στην παράγραφο 4 ακολουθούσε εδάφιο γ, που απαλείφθηκε με το άρθρο 23 παρ. 3 του Ν.2172/1993(ΦΕΚ Α 207).Τα εδάφια γ και δ της παραγράφου 7 προστέθηκαν με το άρθρο 19 παρ. 2 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88).Η παρ.8 αντικαταστάθηκε με την παρ.2 άρθρ.5 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002. Προηγουμένως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 10 παρ. 3 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230) και 9 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207).Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 9 προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 2993/2002 (ΦΕΚ Α 58).Η παρ. 13 προστέθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης προκαλούνται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου.
  2. Οι αιτήσεις των δικαστικών λειτουργών, οι γνωμοδοτήσεις, οι εκθέσεις δικαστικών αρχών, όπως και κάθε έγγραφο άλλης αρχής που απευθύνεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, υποβάλλονται σε αυτό διά του Υπουργού Δικαιοσύνης.
  3. Για να μορφώσει πληρέστερη γνώμη του Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει πληροφορίες και στοιχεία από τους γενικούς επιθεωρητές συμβούλους Επικρατείας και από όσους διατελούν ή διατέλεσαν προϊστάμενοι του κρινόμενου δικαστικού λειτουργού. Μπορεί επίσης να καλεί το δικαστικό λειτουργό για την παροχή εξηγήσεων και να ενεργεί ειδική εξέταση ή επιθεώρηση, την οποία αναθέτει σε μέλος του ή γενικό επιθεωρητή σύμβουλο Επικρατείας. Οι επιθεωρητές σύμβουλοι Επικρατείας, που δεν είναι μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, μπορεί να κληθούν από τον πρόεδρο και προφορικά ακόμα για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων στο Συμβούλιο.
  4. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία, ύστερα από ψηφοφορία που είναι πάντοτε φανερή. Αν κατά την ψηφοφορία διατυπωθούν περισσότερες από δύο γνώμες, εφαρμόζονται ανάλογα αυτά που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφοι 3 και 4 του ν.δ. 170/1973.
  5. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου εκδίδονται μέσα σε είκοσι ημέρες από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος και διαβιβάζονται από τον πρόεδρό του στον Υπουργό Δικαιοσύνης μέσα σε πέντε ημέρες από την έκδοσή τους, μαζί με κυρωμένο αντίγραφο του πρακτικού συνεδρίασης.
  6. Στον κρινόμενο δίνεται, ύστερα από αίτησή του, απόσπασμα του πρακτικού το οποίο εκδίδει ο γραμματέας του Συμβουλίου.
  7. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε ημερών αφ’ ότου περιέλθει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, μπορεί να διαφωνήσει προς την απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στην ολομέλεια του Συμβουλίου, της Επικρατείας, εκθέτοντας τους λόγους της διαφωνίας. Η ολομέλεια δε δεσμεύεται από τους λόγους της διαφωνίας, αλλά υποχρεούται να εξετάσει στο σύνολό της την υπόθεση που παραπέμφθηκε σ’ αυτή. “Κατ’ εξαίρεση προσφυγή στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά της αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά αρχικό διορισμό παρέδρου έχει δικαίωμα να ασκήσει αυτός που κρίθηκε και παραλείφθηκε εφόσον έλαβε δύο τουλάχιστον ψήφους. Η προσφυγή κατατίθεται στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ημερών από τότε που γνωστοποιήθηκε εγγράφως το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας από το Γραμματέα του Συμβουλίου και διαβιβάζεται αμέσως στην Ολομέλεια διά του Υπουργού Δικαιοσύνης”.

“8. Προσφυγή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση και απόσπαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο δικαστικός λειτουργός στον οποίο αφορά η απόφαση αυτή, εφόσον όμως έλαβε ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής, περιπτώσεις τρεις τουλάχιστον ψήφους. Η προσφυγή κατατίθεται στον πρόεδρο του συμβουλίου ή στο δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός λειτουργός, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ημερών από τότε που του γνωστοποιήθηκε εγγράφως η απόφαση από τον πρόεδρο. Η προσφυγή διαβιβάζεται αμέσως στην Ολομέλεια δια του Υπουργείου Δικαιοσύνης.”

  1. Η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου σε συμβούλιο και μετέχουν σ’ αυτήν όλα τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση κωλυμάτων η ολομέλεια μπορεί να συγκροτηθεί νόμιμα και με λιγότερο αριθμό μελών, σε κάθε όμως περίπτωση τα παρόντα μέλη πρέπει να είναι περισσότερα από το ήμισυ των μελών που υπηρετούν. Αν ο αριθμός αυτών που μετέχουν στην ολομέλεια είναι άρτιος, αποχωρεί ο νεότερος σύμβουλος, εφ’ όσον δεν είναι εισηγητής. “Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο διοικητικής δικαιοσύνης για τα θέματα που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας, μετέχει και ο γενικός επίτροπος αυτών.”
  2. Ο δικαστικός λειτουργός που έχει ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή καλείται, ύστερα από αίτησή του, υποχρεωτικά στην ολομέλεια, για την παροχή προφορικών εξηγήσεων και την προσκόμιση στοιχείων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 3 έως 6.
  3. Η διαφωνία του Υπουργού και η προσφυγή του δικαστικού λειτουργού αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου κατά το μέρος που αυτή θίγει τον πίνακα αρχαιότητας μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της ολομέλειας. Η εκτέλεση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου αναστέλλεται επίσης κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης προσφυγής από τον ενδιαφερόμενο δικαστικό λειτουργό.
  4. Η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου κατά των οποίων δεν ασκήθηκε διαφωνία ή προσφυγή είναι υποχρεωτική για τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

“13. Η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας επιλύει τελειωτικώς το ζήτημα που φέρεται ενώπιόν της και τα περαιτέρω ζητήματα που δημιουργούνται από την ολική ή μερική αποδοχή της διαφωνίας του Υπουργού ή της προσφυγής δικαστικού λειτουργού, αποκλείεται δε η οποιαδήποτε αναπομπή στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο”.

 

 

Αρθρο: 69

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Τίτλος Αρθρου: Διορισμός δόκιμων εισηγητών

Σχόλια

Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ.5 άρθρ. 6 Ν.2408/1996 (Α 104). Προηγουμένως, είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230), με το οποίο τροποποιήθηκε και ο τίτλος του, και με το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207).

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΙΒ’

Δικαστικοί λειτουργοί του Ελεγκτικού Συνεδρίου

(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

 

 

Αρθρο: 70

Ημ/νία: 07.06.2008

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΟΚΙΜΟΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

 

Τίτλος Αρθρου: Διορισμός.

Σχόλια: Το άρθρο 69 που αναφέρεται στην παρ. 4 του παρόντος άρθρου καταργήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 2408/1996 (ΦΕΚ Α 104).Η παρ. 6 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). Προηγουμένως είχε αντικατασταθεί με τα άρθρα 13 του Ν. 1877/1990 (ΦΕΚ Α 28), την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150), τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 12 του Ν. 1999/1991, η δε ισχύς της είχε παραταθεί με το άρθρο 19 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88).Σύμφωνα με την παρ.6 του άρθρου 58 του Ν.3160/2003 (Α΄165) ορίσθηκαν τα εξής:”Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου αυξάνεται από την 1η Ιουλίου 2003 κατά μία (1) και ορίζεται συνολικά σε είκοσι πέντε (25) και από την 1η Ιουνίου 2004 κατά μία (1) επίσης και ορίζεται συνολικά σε είκοσι έξι (26)”. Oι παρ. 6,7,8,9 και 10 του παρόντος καταργούνται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν. 3659/2008 ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι δόκιμοι εισηγητές διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία δύο ετών, στη διάρκεια της οποίας, αν και δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την ιδιότητα του τακτικού δικαστικού λειτουργού, την οποία αποκτούν με το διορισμό και την ορκωμοσία τους ως εισηγητών, έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δικαστικού λειτουργού. Οι δόκιμοι εισηγητές βοηθούν τους συμβούλους και παρέδρους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τα οριζόμενα με απόφαση της ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί, με πράξη του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να ανατεθεί και σε δόκιμους εισηγητές η προσωρινή αναπλήρωση παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου για χρονικό διάστημα έως ένα έτος.
  2. Μετά τη συμπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για το διορισμό των δόκιμων εισηγητών σε θέση εισηγητών. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, λαμβάνεται υπόψη το ήθος, η επιστημονική κατάρτιση, η ποιοτική και ποσοτική απόδοση, η φιλοπονία που επέδειξαν, καθώς και η ικανότητα και καταλληλότητα τους για το δικαστικό λειτούργημα.

Αν το Συμβούλιο κρίνει ότι ο δόκιμος εισηγητής δεν πρέπει να διοριστεί σε θέση εισηγητή, λόγω έλλειψης ήθους ή λόγω ανεπάρκειας, αποφασίζει με αιτιολογημένη απόφαση την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα.

  1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί επίσης με αιτιολογημένη απόφασή του να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία του δόκιμου εισηγητή για ένα ακόμη έτος, αν κρίνει ότι δεν είναι ώριμος να διοριστεί σε θέση εισηγητή. Αν και μετά την πάροδο του πρόσθετου χρόνου το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν μπορεί να διοριστεί εισηγητής, αποφασίζει ταυτόχρονα με αιτιολογημένη απόφαση την οριστική απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα.
  2. Οι δόκιμοι εισηγητές, που κρίθηκαν ικανοί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, διορίζονται εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τη σειρά επιτυχίας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 69 ή κατά τη σειρά επιτυχίας στον τυχόν διεξαγόμενο κατά το άρθρο 111 σχετικό διαγωνισμό.
  3. Οι εισηγητές ασκούν ελεγκτικά καθήκοντα παρέδρου και βοηθούν τους συμβούλους στην εκτέλεση του έργου τους. Με πράξη του προέδρου μπορεί να μετέχουν και στη συγκρότηση των κλιμακίων.

“6. 7. 8. 9. ” Παραλείπονται ως μη ισχύουσες.

 

 

Αρθρο: 71

Ημ/νία: 07.06.2008

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ-ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΑ-ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Προαγωγές.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ.7 του άρθρου 58 του Ν.3160/2003 (Α΄165) ορίσθηκαν τα εξής:”Με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να ανατίθεται προσωρινά και για χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει την τριετία η άσκηση καθηκόντων αντεπιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις κενές και εφεξής κενούμενες θέσεις αντεπιτρόπων”.Το εδάφιο β της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 3060/2002 (ΦΕΚ Α 242). Ως έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ορίζεται η 11η Οκτωβρίου 2002.Η παρ.3, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 11 παρ.2 Ν.1868/1989, ΦΕΚ Α 230, αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου 20 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). H παρ. 1 καταργείται και οι παρ. 2,3,4,5, του παρόντος αναριθμούνται σε 1,2,3,4 αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 3659/2008 ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Παραλείπεται ως μη ισχύουσα.

“1” 2. Σε πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προάγεται κατ’ εκλογή εισηγητής που έχει επτά τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν, στην οποία συνυπολογίζεται και ο χρόνο υπηρεσίας του ως δόκιμου εισηγητή. “Για μία τριετία από την έναρξη ισχύος του παρόντος, σε Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προάγεται κατ’ εκλογή εισηγητής με πέντε (5) έτη υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του ως δόκιμου εισηγητή.”

“2” “3.Σε σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο προάγεται, μόνο κατ’ απόλυτη εκλογή, πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έχει πέντε (5) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτό.”

“3” 4. Σε αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προάγεται σύμβουλος ή αντεπίτροπος που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό του συμβούλου ή αντεπιτρόπου αντίστοιχα.

“4” 5. Σε πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή γενικό επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο προάγεται:

α) αντιπρόεδρος και

β) σύμβουλος ή αντεπίτροπος που έχει τέσσερα τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό του συμβούλου ή του αντεπιτρόπου αντίστοιχα.

 

 

Αρθρο: 71Α

Ημ/νία: 07.06.2008

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ-ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΑ-ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Προαγωγές.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως προστέθηκε με το άρθρο 56 του ν. 3659/2008 ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.

 

Κείμενο Αρθρου

« 1. Οι κενές θέσεις του βαθμού του Αντεπιτρόπου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου πληρούνται με διορισμό από τους υπηρετούντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο Συμβούλους, καθώς και τους Παρέδρους, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει πενταετή υπηρεσία στο βαθμό αυτόν, ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά της ανωτέρω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή αυτός τον οποίο αφορά η κρίση, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 73 του παρόντος.

  1. Η διαδικασία πλήρωσης των ανωτέρω θέσεων κινείται με ανακοίνωση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία αποστέλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο εντός μηνός από την κένωση της θέσεως και αναρτάται στο κατάστημα αυτού. Για την ανάρτηση συντάσσεται έκθεση που υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Με την ανακοίνωση καλούνται οι ενδιαφερόμενοι, που έχουν τα νόμιμα προσόντα, να υποβάλουν αίτηση στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επομένη της αναρτήσεως της ανακοινώσεως.
  2. Μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο αποστέλλει στον Υπουργό Δικαιοσύνης τις υποβληθείσες αιτήσεις. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης υποβάλλει προς τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικό ερώτημα διαβιβάζοντας και τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν.
  3. Το ερώτημα προκαλείται εντός δύο (2) μηνών από την κένωση της θέσεως του Αντεπιτρόπου. Για την πλήρωση των κενών θέσεων που προβλέπεται ότι θα προκύψουν την 30ή Ιουνίου κάθε έτους, το ερώτημα υποβάλλεται το αργότερο εντός του μηνός Μαΐου.
  4. Σε περίπτωση που δεν πληρωθεί το σύνολο των κενών θέσεων των Αντεπιτρόπων, εφαρμόζεται, για τις υπολειπόμενες θέσεις, η διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 58 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ 165 Α΄).».

 

 

Αρθρο: 72

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

 

Τίτλος Αρθρου: Συγκρότηση, αρμοδιότητα, λειτουργία.

Σχόλια: Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207). Προηγουμένως, είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230).Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.6 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207).Τα εδάφια θ’ έως ιγ’ της παρ. 3 προστέθηκαν με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2993/2002 (ΦΕΚ Α 58).Η παρ.9 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚΑ 207)Το τελευταίο εδάφιο της παρ.9 προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.6 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΙΓ’

Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

  1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει για τους διορισμούς, τις τοποθετήσεις, προαγωγές, μεταθέσεις, και αποσπάσεις των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που ορίζεται από το νόμο.

“2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου εδρεύει στο κατάστημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Συγκροτείται από εννέα (9) μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στο βαθμό συμβούλου ή αντεπιτρόπου Ελεγκτικού Συνεδρίου, οπότε συγκροτείται από έντεκα (11) μέλη.

Τακτικά μέλη είναι ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, ο γενικός επίτροπος της επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του και άλλα επτά (7) ή εννέα (9) μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ορίζονται κάθε έτος με κλήρωση. Στην κλήρωση μετέχουν οι αντιπρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι σύμβουλοι που έχουν δύο(2) έτη υπηρεσίας στο βαθμό του συμβούλου, όταν αρχίζει η θητεία τους ως μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Αν υπάρχουν κενές θέσεις συμβούλων με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η συγκρότηση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, το εννεαμελές συγκροτείται από επτά και το ενδεκαμελές από εννέα μέλη. “Στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του συμβούλου, μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ αυτών που έχουν τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό του παρέδρου.”

  1. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου γίνεται από το Α’ τμήμα στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του μήνα Δεκεμβρίου. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα των μελών του δικαστηρίου που έχουν τα προσόντα συμμετοχής στην κλήρωση. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα δεκαέξι (16) σφαιρίδια. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος, το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες οι επτά (7) πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης αποτελούντα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου. Όταν για τη συγκρότηση του συμβουλίου απαιτείται συμμετοχή έντεκα (11)μελών, τακτικά μέλη είναι οι εννέα (9) πρώτοι και αναπληρωματικοί οι υπόλοιποι. Τα τακτικά μέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωματικά κατά τη σειρά της κλήρωσής τους.

“Μετά την ανωτέρω κλήρωση γίνεται η κλήρωση των παρέδρων που μετέχουν στο Συμβούλιο χωρίς ψήφο. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα έξι σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης αποτελούντα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου. Οι ίδιοι κληρωθέντες μετέχουν και στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται στις παραγράφους 3, 4 και 7.” Για τα δύο στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

  1. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και η θητεία του αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωσή τους έτους.
  2. Οταν δεν υπάρχει, κωλύεται ή απουσιάζει ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προεδρεύει ο γενικός επίτροπος. Αν όμως και αυτός δεν υπάρχει, κωλύεται, ή απουσιάζει, καθήκοντα προέδρου για τη συγκεκριμένη περίπτωση ασκεί ο νόμιμος αναπληρωτής του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος, αν είναι τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου, αναπληρώνεται από αναπληρωματικό μέλος.
  3. Οταν δεν υπάρχει, κωλύεται ή απουσιάζει ο γενικός επίτροπος της Επικρατείας, αναπληρώνεται διαδοχικά από τον αντεπίτροπο ή τον αρχαιότερο σύμβουλο. Οι τελευταίοι γίνονται μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, για τη συγκεκριμένη περίπτωση και, αν ο σύμβουλος είναι τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου, αναπληρώνεται από αναπληρωματικό μέλος.
  4. Οσα ισχύουν για την εξαίρεση μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχύουν αναλόγως και για την εξαίρεση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
  5. Καθήκοντα γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί ο γραμματέας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο νόμιμος αναπληρωτής του. Κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου καθήκοντα γραμματέα εκτελεί ο οριζόμενος από τον πρόεδρο υπάλληλος της γραμματείας.

“9. Για την αντικατάσταση τακτικών ή αναπληρωματικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία γίνεται συμπληρωματική κλήρωση σε δημόσια συνεδρίαση του Α τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σε αυτήν μετέχουν οι αντιπρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι σύμβουλοι με διετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό, οι οποίοι δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη διαδικασία της κλήρωσης εφαρμόζεται η παράγραφος 3. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια, όσα είναι τα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη που αντικαθίστανται. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.” “Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναλόγως και στα μέλη που μετέχουν στο Συμβούλιο χωρίς ψήφο.”

 

 

Αρθρο: 73

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ-ΤΜΗΜΑΤΑ-ΚΛΙΜΑΚΙΑ

 

Τίτλος Αρθρου: Αποφάσεις, διαφωνία, προσφυγή.

Σχόλια

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 άρθρ.6 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002. Το εδάφιο είχε προστεθεί με το άρθρο 12 παρ. 3 του Ν. 1999/1991 (ΦΕΚ Α 206).Το στοιχείο β’ αντικαταστάθηκε με την παρ.5 άρθρ.6 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

 

Κείμενο Αρθρου

“Προσφυγή στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά τις υπηρεσιακές μεταβολές της παραγράφου 8 του άρθρου 68 του Κώδικα έχει δικαίωμα να ασκήσει και αυτός τον οποίο αφορά η κρίση, εφόσον όμως έλαβε ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής, περιπτώσεις δύο τουλάχιστον ψήφους.”

Ως προς τη λειτουργία και τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τη διαφωνία του Υπουργού, την προσφυγή του ενδιαφερόμενου κ.λπ. ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 68 με τις εξής παραλλαγές:

α) στην παράγραφο 4 η παραπομπή στο άρθρο 34 παράγραφο 3 και 4 του ν.δ.

170/1973 νοείται ότι γίνεται στον οργανισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου. “β) Στην παράγραφο 9 προστίθεται το εξής εδάφιο:

Στην Ολομέλεια ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν ο γενικός επίτροπος της Επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. Για την ύπαρξη απαρτίας αρκεί η παρουσία ένδεκα μελών.”

 

 

Αρθρο: 74

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Κέντρο Δικαστικών Σπουδών

Σχόλια

Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 12 του Ν. 1868/89, ΦΕΚ Α 230.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΙΔ’

  1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου υπό την επωνυμία “Κέντρο Δικαστικών Σπουδών”, εποπτευόμενο από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με έδρα που θα ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Σκοπός του είναι η επαγγελματική εκπαίδευση των δικαστικών και εισαγγελικών παρέδρων, η περιοδική μετεκπαίδευση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και η οργάνωση σεμιναρίων για τους δικαστικούς γραμματείς από ινστιτούτο διαρκούς επιμόρφωσης και η διεξαγωγή δικαστικών μελετών και ερευνών, καθώς και η επιμέλεια συναφών εκδόσεων από ινστιτούτο ερευνών. Το επιμορφωτικό ινστιτούτο και το ινστιτούτο ερευνών αποτελούν μονάδες του Κέντρου.
  2. Το Κέντρο έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο (Δ.Σ.) διοριζόμενο από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από τον προϊστάμενο της επιθεώρησης δικαστηρίων, ως πρόεδρος, δύο ανώτατους δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς, προτεινόμενους με τους αναπληρωτές τους από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, και δύο καθηγητές του νομικού τμήματος νομικής σχολής που προτείνονται με τους αναπληρωτές τους από τον πρόεδρο του νομικού τμήματος. Η θητεία του προέδρου του Δ.Σ. του Κέντρου συμπίπτει με τη θητεία του ως προϊσταμένου της επιθεώρησης. Η θητεία των λοιπών μελών του Δ.Σ. είναι τριετής και μπορεί να ανανεωθεί για μια ακόμη τριετία με την ίδια διαδικασία. Το κέντρο εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του.
  3. Στο Κέντρο λειτουργεί γνωμοδοτικό συμβούλιο συγκροτούμενο με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Το συμβούλιο αυτό γνωμοδοτεί σχετικά με τις γενικές κατευθύνσεις των προγραμμάτων σπουδών. Στο συμβούλιο αυτό μετέχουν ο πρόεδρος του Κέντρου, ως πρόεδρος και δύο ανώτατοι δικαστικοί ή εισαγγελικοί λειτουργοί, οριζόμενοι με τους αναπληρωτές τους από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και από δύο εκπροσώπους των δικηγορικών συλλόγων του Κράτους, από τους οποίους ένας εκπρόσωπος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών, καθώς και του Εθνικού Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας, οριζόμενους με τους αναπληρωτές τους από την Ολομέλεια των δικηγορικών συλλόγων του κράτους προκειμένου για τους εκπροσώπους των δικηγορικών συλλόγων και από τον αντίστοιχο φορέα προκειμένου για τους εκπροσώπους του Εθνικού Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αν οι εκπρόσωποι αυτοί δεν οριστούν σε προθεσμία 30 ημερών από τη λήψη του ερωτήματος, το συμβούλιο συγκροτείται χωρίς τη συμμετοχή τους.
  4. Ως διευθυντές των ινστιτούτων επιμόρφωσης και ερευνών τοποθετούνται δικαστικοί ή εισαγγελικοί λειτουργοί, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, για ορισμένο χρόνο που μπορεί να παραταθεί.
  5. Πόροι του Κέντρου είναι:

α) ετήσια τακτική επιχορήγηση που εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης με ιδιαίτερο κωδικό αριθμό,

β) επιχορηγήσεις από το ΤΑΧΔΙΚ ή τον προϋπολογισμό δημόσιων επενδύσεων και

γ) δωρεές, κληρονομίες, κληροδοσίες και κάθε είδους εισφορές νομικών ή φυσικών προσώπων ημεδαπών ή αλλοδαπών.

  1. Οι μονάδες και οι υπηρεσίες του Κέντρου λειτουργούν σε αίθουσες που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου.
  2. Με προεδρικά διατάγματα, εκδιδόμενα με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μέσα σε δύο έτη από την έναρξη ισχύος του κώδικα αυτού, και τροποποιούμενα με την ίδια διαδικασία, κανονίζονται:

α) η διαδικασία διορισμού των μελών του διοικητικού και του γνωμοδοτικού συμβουλίου του Κέντρου, ο τρόπος σύγκλισης και λειτουργίας τους, οι αρμοδιότητές του και οι αρμοδιότητες του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου,

β) το αναγκαίο για μόνιμο προσωπικό, προερχόμενο από δημόσιους δικαστικούς και πανεπιστημιακούς λειτουργούς, καθώς και η διαδικασία επιλογής και ανάθεσης των σχετικών καθηκόντων από το διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου,

γ) η διαδικασία συγκρότησης των προγραμμάτων εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης στο ινστιτούτο επιμόρφωσης των λοιπών δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και η οργάνωση σεμιναρίων για τους δικαστικούς γραμματείς,

δ) η διαδικασία σύστασης ομάδων στο ινστιτούτο ερευνών για ειδικές μελέτες ή εργασίες ή για την παροχή συμβουλευτικής συνδρομής και νομικών πληροφοριών και η επιμέλεια των εκδόσεων του Κέντρου,

ε) η απόσπαση για ορισμένη χρονική περίοδο, ανανεώσιμη με απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, υπαλλήλων της γραμματείας των πολιτικών δικαστηρίων για τις ανάγκες του Κέντρου,

στ) η τυχόν ιδιαίτερη αποζημίωση για την απασχόληση, έξοδα κίνησης υπερωριακή εργασία κ.λπ. του διδακτικού προσωπικού και των υπαλλήλων του Κέντρου, κατάρτισης του ετήσιου προϋπολογισμού, απολογισμού, και ισολογισμού και έγκρισης των δαπανών,

ζ) η οργάνωση μηχανογραφικής τεκμηρίωσης, βιβλιοθήκης και εκτυπωτικής μονάδας,

η) οι ειδικότεροι όροι και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την οργάνωση, λειτουργία και επίτευξη των σκοπών του Κέντρου και

θ) η έναρξη λειτουργίας του, που μπορεί να είναι σταδιακή”.

 

 

Αρθρο: 75

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Τίτλος Αρθρου: Διορισμός παρέδρων πρωτοδικείων και εισαγγελίας

Σχόλια

Το άρθρο 75 καταργήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 2408/1996 (ΦΕΚ Α 104). Προηγουμένως, είχε αντικατασταθεί με τα άρθρα 13 παρ. 1 του Ν. 1869/1989 (ΦΕΚ Α 230), 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 1877/1990 (ΦΕΚ Α 28), 7 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150) και 7 παρ. 3 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207).

 

Κείμενο Αρθρου

(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

 

 

Αρθρο: 77

Ημ/νία: 06.04.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ – ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Προαγωγές.

Σχόλια

Οι παρ.1, 2, 5 και 6 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 17 Ν. 2943/2001,ΦΕΚ Α 203/12.9.2001.- Η παρ.7 αντικαταστάθηκε με το άρθρ.8 Ν. 2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002. ================================ – Οι παρ. 8, 9 και 11 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006). Στη συνέχεια οι παρ. 9, 11 αντικαταστάθηκαν εκ νέου με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ν. 3841/2010 ΦΕΚ Α 55/6.4.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

“1. Σε πρόεδρο πρωτοδικών προάγεται πρωτοδίκης με πέντε τουλάχιστον έτη υπηρεσίας πρωτοδίκη, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου πρωτοδικείου. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε πρόεδρο πρωτοδικών, πρωτοδίκης με δώδεκα έτη υπηρεσίας κατά τα ανωτέρω, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση προέδρου πρωτοδικών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως πρωτοδίκης. Την πρωσοποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση προέδρου πρωτοδικών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών – παρέδρων πρωτοδικείου.

  1. Σε εισαγγελέα πρωτοδικών προάγεται αντεισαγγελέας πρωτοδικών με πέντε τουλάχιστον έτη υπηρεσίας αντεισαγγελέα, στην οποία υπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου εισαγγελίας. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε εισαγγελέα πρωτοδικών, αντεισαγγελέας με δώδεκα έτη υπηρεσίας κατά τα ανωτέρω, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση εισαγγελέα πρωτοδικών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως αντεισαγγελέας πρωτοδικών. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση εισαγγελέα πρωτοδικών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των αντεισαγγελέων πρωτοδικών – παρέδρων εισαγγελίας”.
  2. Σε εφέτη προάγεται πρόεδρος πρωτοδικών που έχει δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως πρόεδρος ή οκτώ έτη υπηρεσίας συνολικά ως πρόεδρος και πρωτοδίκης.
  3. Σε αντεισαγγελέα εφετών προάγεται εισαγγελέας πρωτοδικών που έχει δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εισαγγελέας πρωτοδικών ή οκτώ έτη υπηρεσίας συνολικά ως εισαγγελέας και αντεισαγγελέας πρωτοδικών.

“5. Σε πρόεδρο εφετών προάγεται εφέτης που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εφέτης ή επτά έτη υπηρεσίας συνολικά ως εφέτης και πρόεδρος πρωτοδικών. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε πρόεδρο εφετών, εφέτης με δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση προέδρου εφετών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως εφέτης. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση προέδρου εφετών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των εφετών”.

“6. Σε εισαγγελέα εφετών προάγεται αντεισαγγελέας εφετών που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως αντεισαγγελέας εφετών ή επτά έτη υπηρεσίας συνολικά ως αντεισαγγελέας εφετών και εισαγγελέας πρωτοδικών. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε εισαγγελέα εφετών, αντεισαγγελέας με δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό του αντεισαγγελέα εφετών, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση εισαγγελέα εφετών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως αντεισαγγελέας εφετών. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση εισαγγελέα εφετών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των αντεισαγγελέων εφετών.”

“7. Σε αρεοπαγίτη προάγεται πρόεδρος εφετών ύστερα από αίτησή του.”

«8. Σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται με αίτηση του Εισαγγελέας Εφετών».

«9. Σε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου προάγεται Αρεοπαγίτης με τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν.»

  1. Σε πρόεδρο του Αρείου Πάγου προάγεται αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ή αρεοπαγίτης που έχει τέσσαρα τουλάχιστον έτη υπηρεσίας αρεοπαγίτη.

«11. Σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Αρεοπαγίτης ή Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στους βαθμούς αυτούς.»

  1. Η προαγωγή στους βαθμούς του προέδρου και εισαγγελέα πρωτοδικών, του εφέτη και αντεισαγγελέα εφετών γίνεται κατ’ εκλογή.
  2. Η προαγωγή στους βαθμούς του αρεοπαγίτη, του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Προέδρου και εισαγγελέα εφετών γίνεται μόνο κατ’ απόλυτη εκλογή.
  3. Αυτοί που προάγονται με την ίδια απόφαση διατηρούν τη μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας.

 

 

Αρθρο: 77Α

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Στη θέση ειρηνοδίκη Δ’ τάξεως διορίζεται αυτός που πέτυχε σε διαγωνισμό για πρόσληψη ειρηνοδικών. Ο διαγωνισμός γίνεται από επιτροπή, που αποτελείται από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον υπ’ αυτού οριζόμενο αντιπρόεδρο, από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ή τον υπ’ αυτού οριζόμενο αντεισαγγελέα του Αρείου πάγου, από έναν αρεοπαγίτη που ορίζει με τον αναπληρωτή του η ολομέλεια του Αρείου Πάγου και δύο καθηγητές του Νομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, έναν του εμπορικού και έναν του αστικού ή του αστικού δικονομικού δικαίου, που ορίζει με τους αναπληρωτές τους η Γενική Συνέλευση του Νομικού Τμήματος. Της επιτροπής προεδρεύει ο πρόεδρος ή ο εισαγγελέας ή ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί ο γραμματέας της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του.
  2. Γίνονται δεκτοί στο διαγωνισμό όσοι έχουν συμπληρώσει το 25ο και δεν έχουν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους, πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις για το διορισμό τους ως δικαστικών λειτουργών κατά τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και:

α) είναι δικηγόροι ή

β) έχουν διατελέσει δικηγόροι ή

γ) είναι οποιουδήποτε βαθμού και κλάδου υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών και έχουν συμπληρώσει δύο έτη υπηρεσίας μετά τη λήψη πτυχίου νομικού τμήματος πανεπιστημίου ή ένα έτος, εφ’ όσον έχουν τριετή συνολική υπηρεσία δικαστικού υπαλλήλου ή

δ) είναι ασκούμενοι δικηγόροι επί ένα τουλάχιστον έτος ή

ε) είναι πτυχιούχοι νομικού τμήματος ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής, εφ’ όσον είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος νομικών ή πολιτικών επιστημών ή κάτοχοι διπλώματος μεταπτυχιακών νομικών σπουδών που απονέμεται από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής μετά από παρακολούθηση τουλάχιστον ενός έτους μεταπτυχιακών μαθημάτων και εξετάσεις και

στ) κάτοχοι πτυχίου αμφοτέρων των τμημάτων της Νομικής Σχολής (πολιτικού και νομικού), εφ’ όσον τουλάχιστον το ένα από τα πτυχία αυτά έχουν λάβει με βαθμό τουλάχιστον λίαν καλώς. Ο διαγωνισμός περιλαμβάνει γραπτή και προφορική εξέταση στα εξής μαθήματα:

α) αστικό δίκαιο,

β) εμπορικό δίκαιο,

γ) πολιτική δικονομία,

δ) ποινικό δίκαιο,

ε) ποινική δικονομία και

στ) στοιχεία ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου.

  1. Για τους επιτυχόντες καταρτίζεται κατά σειρά επιτυχίας πίνακας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από τη δημοσίευσή του μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου του επόμενου έτους. Οι επιτυχόντες διορίζονται κατά τη σειρά αναγραφής τους στον πίνακα αυτόν και τοποθετούνται στις κενές ή κενούμενες κατά τη διάρκεια της ισχύος του πίνακα θέσεις ειρηνοδικών με προεδρικό διάταγμα.
  2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού της Δικαιοσύνης, καθορίζεται ο τρόπος προκηρύξεως και διενέργειας του διαγωνισμού, οι αναγκαίες δημοσιεύσεις, ο έλεγχος των προσόντων των υποψηφίων, ο βαθμός που πρέπει να λάβει ο υποψήφιος για να θεωρηθεί επιτυχών, ο συντελεστής βαθμολογίας κάθε μαθήματος, η εξαγωγή των αποτελεσμάτων, η σειρά επιτυχίας σε περίπτωση ισοβαθμίας και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Μέχρις εκδόσεως του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται αναλόγως οι κείμενες διατάξεις για τους διαγωνισμούς παρέδρων πρωτοδικείων και εισαγγελιών.

 

 

Αρθρο: 77Β

Ημ/νία: 16.09.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΣ

 

Σχόλια:Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).============================- Το εντός ” ” τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006) και ισχύει, σύμφωνα με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, από 16.9.2006.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι διοριζόμενοι ειρηνοδίκες Δ’ τάξεως διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία ενός έτους ως δόκιμοι.
  2. Οι δόκιμοι ειρηνοδίκες από του διορισμού τους υποβάλλονται σε εξάμηνη ειδική άσκηση στο πρωτοδικείο της τοποθετήσεώς τους και διατελούν υπό την άμεση ευθύνη και εποπτεία του προέδρου πρωτοδικών, χρησιμοποιούμενοι διαδοχικώς σε όλα τα τμήματα και σε όλες τις αρμοδιότητες του πρωτοδικείου, ως αναπληρωτές πρωτοδικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αναπλήρωσης πρωτοδικών με ειρηνοδίκες. Χρησιμοποιούνται επίσης ως β’ ανακριτικοί υπάλληλοι για έναν τουλάχιστο μήνα, με την υποχρέωση να παρακολουθούν και τη λειτουργία εν γένει της γραμματείας του πρωτοδικείου και των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων που βρίσκονται στην έδρα του.
  3. Κατά τους δύο τελευταίους μήνες της άσκησης ο πρόεδρος πρωτοδικών μπορεί να αναθέσει στο δόκιμο ειρηνοδίκη, με ειδική κάθε φορά παραγγελία, την εκτέλεση καθηκόντων ειρηνοδίκη και πταισματοδίκη στα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας και της έδρας του πρωτοδικείου.
  4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης η ειδική άσκηση στο πρωτοδικείο του δόκιμου ειρηνοδίκη παρατείνεται για δύο ακόμη μήνες μετά από γνώμη της ολομέλειας του οικείου πρωτοδικείου, η οποία προκαλείται από τον πρόεδρό του πριν να συμπληρωθεί το εξάμηνο, εάν διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν κρίνεται απολύτως επαρκής για την ικανοποιητική άσκηση των καθηκόντων του ειρηνοδίκη. «Μετά τη συμπλήρωση της κανονικής ή συμπληρωματικής άσκησης στο πρωτοδικείο, οι δόκιμοι ειρηνοδίκες υποχρεούνται να εμφανισθούν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες στο ειρηνοδικείο της πόλης όπου εδρεύει το πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο στο οποίο έχουν τοποθετηθεί».
  5. Μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας οι δόκιμοι ειρηνοδίκες διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία, μετά από γνώμη της ολομέλειας της οικείου πρωτοδικείου, διαπιστώνει ότι ο κρινόμενος έχει την αναγκαία επιστημονική κατάρτιση και την ικανότητα προσαρμογής στις απαιτήσεις της αποστολής του ειρηνοδίκη, καθώς και την επιμέλεια, το χαρακτήρα και το ήθος που αρμόζουν σε δικαστικό λειτουργό. Με όμοιο προεδρικό διάταγμα απολύονται υποχρεωτικώς της υπηρεσίας όσοι κρίνονται μη ικανοί.
  6. Οι δόκιμοι ειρηνοδίκες λαμβάνουν τις αποδοχές του ειρηνοδίκη Δ’ τάξεως”.

 

 

Αρθρο: 78

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

 

Τίτλος Αρθρου: Συγκρότηση, αρμοδιότητα, λειτουργία.

Σχόλια: Η εντός ” ” φράση της παρ. 1, αντικατέστησε την αρχική φράση “αντεισαγγελέων πρωτοδικών”, με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).Οι παρ.2,3, 4,7 και 8 αντικαταστάθηκαν με την παρ.1 άρθρ.8 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΙΕ’

Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.

  1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης αποφασίζει για το διορισμό των πρωτοδικών και “αντεισαγγελέων πρωτοδικών και ειρηνοδικών” και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές γενικά των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης αποφασίζει, γνωμοδοτεί ή προτείνει και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από το νόμο.

“2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης εδρεύει στο κατάστημα του Αρείου Πάγου. Συγκροτείται από ένδεκα μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στο βαθμό του αρεοπαγίτη, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προέδρου και εισαγγελέα εφετών, οπότε συγκροτείται από δεκαπέντε μέλη. Τακτικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είναι ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και κατά περίπτωση εννέα ή δεκατρία μέλη που ορίζονται με κλήρωση. Δύο μέλη του Συμβουλίου είναι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στο Συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο δύο πρόεδροι εφετών ή δύο εισαγγελείς εφετών, αν πρόκειται για θέματα υπηρεσιακών μεταβολών προέδρων εφετών και εφετών ή εισαγγελέων και αντεισαγγελέων εφετών αντιστοίχως ή δύο εφέτες ή δύο αντεισαγγελείς εφετών αν πρόκειται για θέματα υπηρεσιακών μεταβολών δικαστών ή εισαγγελέων με βαθμό κατώτερο του εφέτη ή αντεισαγγελέα εφετών, που ορίζονται με κλήρωση. Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

  1. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης γίνεται από το πρώτο τμήμα του Αρείου Πάγου στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του Δεκεμβρίου μεταξύ των αντιπροέδρων, των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου που έχουν τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό του αρεοπαγίτη ή του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου όταν αρχίζει η θητεία τους ως μελών του Συμβουλίου. Στην ίδια συνεδρίαση γίνεται η κλήρωση των χωρίς ψήφο προέδρων και εισαγγελέων εφετών και των εφετών και αντεισαγγελέων εφετών των εφετείων και των εισαγγελιών εφετών Αθηνών και Πειραιώς, από τους οποίους οι εφέτες και οι αντεισαγγελείς εφετών έχουν τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών όταν αρχίζει η θητεία τους, ως μελών του Συμβουλίου.
  2. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα των μελών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών που έχουν τα απαιτούμενα προσόντα συμμετοχής στην κλήρωση και ακολούθως τα σφαιρίδια τοποθετούνται στις οικείες κληρωτίδες. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση η κλήρωση διεξάγεται σε έξι στάδια και από ισάριθμες κληρωτίδες. Κατά το πρώτο στάδιο ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα με τους αντιπροέδρους και τους αρεοπαγίτες δεκαέξι σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι επτά και ένδεκα πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν κατά περίπτωση τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Κατά το δεύτερο στάδιο ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα με τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου τέσσερα σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Με τον ίδιο τρόπο γίνεται ακολούθως η κλήρωση από τις οικείες κληρωτίδες έξι προέδρων εφετών, έξι εισαγγελέων εφετών, έξι εφετών και έξι αντεισαγγελέων εφετών από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν κατά περίπτωση τακτικά χωρίς ψήφο μέλη του συμβουλίου και οι υπόλοιποι αναπληρωματικά χωρίς ψήφο μέλη του συμβουλίου. Τα τακτικά μέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωματικά κατά τη σειρά της κλήρωσης. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος το οποίο επιδεικνύει στα λοιπά μέλη του τμήματος. Για όλα τα στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
  3. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση. Η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωση έτους.
  4. Για την αντικατάσταση τακτικών ή αναπληρωματικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία γίνεται συμπληρωματική κλήρωση.
  5. Η κλήρωση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση του πρώτου τμήματος του Αρείου Πάγου. Σε αυτή μετέχουν ομοιόβαθμοι των αντικαθισταμένων κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3, οι οποίοι δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη διαδικασία και την κλήρωση εφαρμόζεται η παράγραφος 4. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια όσα είναι τα τακτικά ή τα αναπληρωματικά μέλη που αντικαθίστανται. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμία άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών.
  6. Οταν απουσιάζουν, κωλύονται ή ελλείπουν ο Πρόεδρος ή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, καλούνται ως μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Αν οι αναπληρωτές είναι τακτικά μέλη του συμβουλίου, αναπληρώνονται από αντίστοιχα αναπληρωματικά.”
  7. Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου προεδρεύει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Αν απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει, προεδρεύει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Αν και αυτός απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει, προεδρεύει, ο αναπληρωτής του προέδρου.
  8. Οσα ισχύουν για την εξαίρεση των μελών του Αρείου Πάγου εφαρμόζονται και για την εξαίρεση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
  9. Καθήκοντα γραμματέα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου εκτελεί ο γραμματέας του Αρείου Πάγου και, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο νόμιμος αναπληρωτής του. Κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου καθήκοντα γραμματέα εκτελεί ο οριζόμενος από τον πρόεδρο υπάλληλος της γραμματείας.

 

 

Αρθρο: 79

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΑΠ

 

Τίτλος Αρθρου: Αποφάσεις, διαφωνία, προσφυγή.

Σχόλια

Το εδάφιο γ’ αντικαταστάθηκε με την παρ.2 άρθρ.8 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

 

Κείμενο Αρθρου

Ως προς τη λειτουργία και τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, τη διαφωνία του Υπουργού, την προσφυγή του ενδιαφερομένου κ.λπ. ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 68 με τις εξής παραλλαγές:

α) Στην παράγραφο 3,καλούνται για παροχή πληροφοριών και στοιχείων, εκτός από τους προϊσταμένους του κρινομένου προέδρους ή εισαγγελείς εφετών και πρωτοδικών, και οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, έστω και αν δεν έχουν την ιδιότητα του επιθεωρητή. Επίσης, η ενέργεια ειδικής εξέτασης ή επιθεώρησης μπορεί να ανατεθεί και σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

β) Στην παράγραφο 4, η παραπομπή αντί στο άρθρο 34 παρ. 3 και 4 του ν.δ.

170/1973 γίνεται στο άρθρο 302 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. “γ. Στην παράγραφο 9 προστίθεται το εξής εδάφιο:

“Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης μετέχουν ο Εισαγγελέας και οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στην ίδια Ολομέλεια, όταν πρόκειται για προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση, μετάταξη ή απόσπαση δικαστικών λειτουργών, μετέχουν χωρίς ψήφο οι πρόεδροι εφετών, οι εισαγγελείς εφετών, οι εφέτες ή οι αντεισαγγελείς εφετών που μετέχουν κατά περίπτωση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.”

 

 

Αρθρο: 80

Ημ/νία: 10.07.2009

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Συμβούλιο και Οργανα Επιθεώρησης

Σχόλια

– Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3514/2006 (Α΄ 266/6.12.2006). – H παρ. 12 του παρόντος όπως αυτή είχε αντικαταστάθεί ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ, με το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 3719/2008 ΦΕΚ Α 241/26.11.2008. ==================================== – Η παρ. 11 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 43 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112/10.7.2009).

 

Κείμενο Αρθρου

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

«Συμβούλιο και Όργανα Επιθεώρησης

  1. Α. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών εποπτεύει την επιθεώρηση και αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως πρόεδρο, έναν αρεοπαγίτη και έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο αντιπρόεδρος, ως τακτικό μέλος της επιθεώρησης, απαλλάσσεται από κάθε άλλη υπηρεσία κατά το χρονικό διάστημα που μετέχει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, με εξαίρεση τη συμμετοχή του στη μείζονα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Β. Την επιθεώρηση ενεργούν:

α) στα εφετεία, στα πρωτοδικεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, καθώς και στα ειρηνοδικεία και τα πταισματοδικεία, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου,

β) στα πρωτοδικεία, στα ειρηνοδικεία και στα πταισματοδικεία, και οι πρόεδροι εφετών, στις δε εισαγγελίες πρωτοδικών και στα πταισματοδικεία, ως προς το προανακριτικό έργο, και οι εισαγγελείς εφετών,

γ) στις γραμματείες των παραπάνω δικαστηρίων και εισαγγελιών, οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών της οικείας περιφέρειας και οι πρόεδροι και εισαγγελείς πρωτοδικών, αντίστοιχα.

  1. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ορίζονται με τους αναπληρωματικούς τους, κατόπιν κληρώσεως, που διεξάγεται κατά το μήνα Ιούνιο ενώπιον του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου (1η Σύνθεση). Για την επιλογή του προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης, τοποθετούνται σε μα κληρωτίδα τα ονόματα των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου. Για την επιλογή των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία συνέρχεται με πρόσκληση του προέδρου το μήνα Μάιο, ορίζει από τους έχοντες διετή υπηρεσία αριθμό διπλάσιο του απαιτουμένου για το σύνολο των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει επαρκής αριθμός μελών του Αρείου Πάγου με διετή υπηρεσία, επιτρέπεται να ορισθούν ως επιθεωρητές και οι έχοντες υπηρεσία ενός έτους.
  2. Η κλήρωση της προηγούμενης παραγράφου διενεργείται χωριστά για τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, τους επιθεωρητές των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και τους επιθεωρητές εισαγγελιών, ανάλογα με τον κλάδο από τον οποίο προέρχονται τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές.
  3. Δεν μπορούν να ορισθούν τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή επιθεωρητές όσοι άσκησαν καθήκοντα στις αντίστοιχες θέσεις κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο.
  4. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης, το Τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν οι κλήροι στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του τμήματος οι κλήροι με τα ονόματα των αντιπροέδρων, των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, που διεξάγεται αμέσως μετά, ο πρόεδρος εξάγει δύο (2) σφαιρίδια από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντιπροέδρων, δεκατρία (13) σφαιρίδια από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αρεοπαγιτών που έχουν ορισθεί από την Ολομέλεια, και πέντε (5) σφαιρίδια από την τρίτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντεισαγγελέων που έχουν ορισθεί από την Ολομέλεια. Μετά την εξαγωγή του κλήρου από κάθε σφαιρίδιο, ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος και επιδεικνύει τον κλήρο με το όνομα του κληρωθέντος στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες της πρώτης κληρωτίδας, ο πρώτος αντιπρόεδρος κατά τη σειρά κλήρωσης αποτελεί το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Από τους κληρωθέντες της δεύτερης κληρωτίδας, οι δύο (2) αρχαιότεροι αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, ο πρώτος το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος, οι υπόλοιποι οκτώ (8), κατά τη σειρά κληρώσεως, αποτελούν τους επιθεωρητές των περιφερειών της Επιθεώρησης, και οι επόμενοι τρεις (3) είναι οι αναπληρωματικοί τους. Από τους κληρωθέντες της τρίτης κληρωτίδας ο πρώτος αποτελεί το τακτικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης, ο δεύτερος τον αναπληρωτή του, οι δύο επόμενοι τους επιθεωρητές της Γ και Δ’ περιφέρειας επιθεώρησης αντίστοιχα, και ο επόμενος είναι ο αναπληρωματικός τους. Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
  5. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών είναι ετήσια. Αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωτής του και μόνο για το υπόλοιπο της θητείας του.

[7. καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008) με ισχύ της κατάργησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, από 16.9.2008.].

  1. Οι επιθεωρητές και επίκουροι επιθεωρητές, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τη συμμετοχή των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου στη μείζονα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, των δε λοιπών στις οικείες Ολομέλειες των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών.
  2. Οι πρόεδροι εφετών ενεργούν την επιθεώρηση των πρωτοδικείων, ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων και οι εισαγγελείς εφετών των εισαγγελιών της περιφέρειας τους και των πταισματοδικείων ως προς το προανακριτικό τους έργο, παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Σε όσα δικαστήρια και εισαγγελίες υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ή εισαγγελείς εφετών, εκείνος που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει από τους ομοιόβαθμούς του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν.
  3. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του επιθεωρητή αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την επιθεώρηση διενεργούν ή συνεχίζουν οι αναπληρωματικοί τους, κατά τη σειρά ορισμού τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του επίκουρου επιθεωρητή, τα καθήκοντα του αναλαμβάνει, για το υπόλοιπο της θητείας του, αντικαταστάτης του, ο οποίος ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

«11. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών. Οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών μπορεί, κατόπιν εντολής του Προέδρου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, να επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης.»

  1. Παραλείπεται ως μη ισχύουσα.

 

 

Αρθρο: 81

Ημ/νία: 20.12.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Περιφέρειες

Σχόλια:  Η παρ. 3 καταργήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112). Προηγουμένως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).- Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006).————–Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3514/2006 ΦΕΚ Α 266/6.12.2006

 

Κείμενο Αρθρου

«Περιφέρειες

  1. Οι περιφέρειες της επιθεώρησης ορίζονται σε εννέα (9) και καθεμία από αυτές περιλαμβάνει αντιστοίχως:

Η Α’ το Εφετείο Αθηνών, τα πρωτοδικεία και τις εισαγγελίες πρωτοδικών του Εφετείου Αθηνών, καθώς και τα υπαγόμενα σε αυτά ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, πλην του Πρωτοδικείου Αθηνών, της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, του Ειρηνοδικείου και του Πταισματοδικείου Αθηνών.

Η Β’ το Πρωτοδικείο και το Ειρηνοδικείο Αθηνών και διαιρείται σε δύο τομείς, τον πολιτικό (Β1) και τον ποινικό (Β2). Η επιθεώρηση του πολιτικού τομέα περιλαμβάνει τις πολιτικές υποθέσεις του Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου Αθηνών, καθώς και τις σχετικές εργασίες των συμβουλίων διοίκησης των δικαστηρίων αυτών. Η επιθεώρηση του ποινικού τομέα περιλαμβάνει τις ποινικές υποθέσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών, τις εργασίες των ανακριτών, του συμβουλίου πλημμελειοδικών και τις σχετικές εργασίες του συμβουλίου διοίκησης του πρωτοδικείου. Στην περιφέρεια αυτή ορίζονται δύο επιθεωρητές, ένας για κάθε τομέα.

Η Γ’ τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών Αθηνών και το Πταισματοδικείο Αθηνών. Ως επιθεωρητής ορίζεται Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Η Δ’ τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και Πειραιώς και τα πταισματοδικεία που υπάγονται στα αντίστοιχα πρωτοδικεία. Ως επιθεωρητής ορίζεται Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Η Ε’ τα Εφετεία Πειραιώς, Ναυπλίου και Καλαμάτας, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών, πλην των εισαγγελιών και πταισματοδικείων που περιλαμβάνονται στη Δ’ περιφέρεια.

Η ΣΤ΄ τα Εφετεία Κρήτης, Δωδεκανήσου και Αιγαίου, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών.

Η Ζ’ τα Εφετεία Λάμας, Λάρισας και Δυτικής Μακεδονίας, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών.

Η Η’ τα Εφετεία Πατρών, Ιωαννίνων και Κέρκυρας, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών.

Η Θ’ τα Εφετεία Θεσσαλονίκης και Θράκης, τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, καθώς και τις αντίστοιχες εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών, πλην των εισαγγελιών και πταισματοδικείων που περιλαμβάνονται στη Δ’ περιφέρεια.

  1. Οι περιφέρειες επιθεώρησης είναι δυνατόν να μεταβάλλονται μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και ισχύει από τη 16η Σεπτεμβρίου του επόμενου από τη δημοσίευση της δικαστικού έτους.
  2. Στην έδρα του μεγαλύτερου από τα εφετεία κάθε περιφέρειας, ιδρύεται Γραφείο Γραμματείας Επιθεώρησης, στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους ένας ή περισσότεροι γραμματείς από το προσωπικό των δικαστηρίων της έδρας του εφετείου.»

 

 

Αρθρο: 82

Ημ/νία: 01.01.2011

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Οργανα επιθεώρησης

Σχόλια: – Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3514/2006 ΦΕΚ Α 266/6.12.2006. – Η παρ. 11 του κεφαλαίου Γ τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112/10.7.2009). ===================================== – Η παρ. Γ2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 58 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213./17.12.2010) και σύμφωνα με το πρώτο εδ. του άρθρου 70 του ιδίου νόμου ισχύει από 1.1.2011. – Η εντός ” ” φράση στο τέλος της παρ. Γ4 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 58 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213./17.12.2010) και σύμφωνα με το πρώτο εδ. του άρθρου 70 του ιδίου νόμου ισχύει από 1.1.2011. – Η παρ. Γ5 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 58 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213./17.12.2010) και σύμφωνα με το πρώτο εδ. του άρθρου 70 του ιδίου νόμου ισχύει από 1.1.2011. – Η παρ. Γ11, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του ν. 3614/2006 (Α΄ 266), ε π α ν α φ έ ρ ε τ α ι σε ισχύ από 1.1.2011, με το συνδυασμό των άρθρων 58 παρ. 4 και 70 εδ. πρώτο του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010). Με την παρ. 4 επίσης του άρθρου 58 του ν. 3900/2010 κ α τ α ρ γ ή θ η κ ε και η παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 3772/2009, που την είχε τροποποιήσει στη συνέχεια.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΙΖ’

«Όργανα επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

Α. Όργανα επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας

  1. Ιδρύεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης, το οποίο συγκροτείται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, και δύο συμβούλους Επικρατείας με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό, ως μέλη. Οι ανωτέρω, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικά τμήματα, ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές με απόφαση της Ολομέλειας σε συμβούλιο, η οποία εκδίδεται το μήνα Ιούνιο του προηγούμενου της ενάρξεως της θητείας τους δικαστικού έτους. Η θητεία του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου ημερολογιακού έτους.
  2. Οι πάρεδροι, οι εισηγητές και οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται σε επιθεώρηση, η οποία διενεργείται κάθε δύο δικαστικά έτη.
  3. Οι αντιπρόεδροι, που προεδρεύουν στα τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, συντάσσουν το μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παραγράφου 1 εκθέσεις επιθεώρησης για τους παρέδρους που υπηρέτησαν στο τμήμα τους. Οι Αντιπρόεδροι και οι σύμβουλοι Επικρατείας, οι οποίοι άσκησαν καθήκοντα προεδρεύοντος σε πέντε τουλάχιστον συνεδριάσεις κατά τα δύο δικαστικά έτη στα οποία ανάγεται η επιθεώρηση, συντάσσουν το μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παραγράφου 1 εκθέσεις επιθεώρησης για την απόδοση των παρέδρων που υπηρέτησαν στο ίδιο με αυτούς τμήμα.
  4. Σύμβουλοι της Επικρατείας που έχουν εισηγηθεί στο δικαστήριο προς συζήτηση, κατά τη διάρκεια των δύο δικαστικών ετών στα οποία ανάγεται η επιθεώρηση, δύο τουλάχιστον διαφορετικές υποθέσεις με προεισήγηση του αυτού εισηγητή, συντάσσουν το μήνα Ιούνιο του δεύτερου δικαστικού έτους και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παραγράφου 1 εκθέσεις επιθεώρησης για τον εν λόγω εισηγητή.
  5. Για την αξιολόγηση των παρέδρων λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται η ικανότητα τους προς σύνταξη σχεδίων αποφάσεων, η συμβολή τους κατά τη διάσκεψη, ο βαθμός δυσκολίας και ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν εισηγήσεις, η εν γένει επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και το ήθος τους. Για την αξιολόγηση των εισηγητών λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν προεισηγήσεις, η ικανότητα τους προς σύνταξη προεισηγήσεων, η εν γένει επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και το ήθος τους. Οι κρίσεις κατά την αξιολόγηση διαβαθμίζονται σε: «πολύ καλός», «καλός», «σχεδόν καλός» και «ανεπαρκής».
  6. Στο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης υποβάλλονται οι αιτιολογημένες εκθέσεις επιθεώρησης που συντάσσονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 και 5 το μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους, τα τηρούμενα στο Δικαστήριο στατιστικά στοιχεία για την ποσοτική απόδοση των παρέδρων και εισηγητών, καθώς και στοιχεία σχετικά με την απόδοση των ανωτέρω σε λοιπά καθήκοντα, τα οποία τους έχουν ανατεθεί από το Δικαστήριο. Το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης συντάσσει, επί τη βάσει των ως άνω στοιχείων, ανά διετία το μήνα Σεπτέμβριο τελικές εκθέσεις επιθεώρησης για καθέναν από τους παρέδρους και εισηγητές. Οι εκθέσεις αυτές κοινοποιούνται αμελλητί στους προαναφερθέντες δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι μπορούν να λαμβάνουν γνώση των στοιχείων του ατομικού τους φακέλου.

Το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 84 παράγραφοι 1, 2 και 6, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.

[7. καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008) με ισχύ της κατάργησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, από 16.9.2008.].

  1. Πάρεδρος ή εισηγητής του Συμβουλίου της Επικρατείας ο οποίος θεωρεί ότι η τελική έκθεση επιθεωρήσεως του περιέχει δυσμενείς κρίσεις ή ανακριβή περιστατικά σε βάρος του μπορεί να προσφύγει στο Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εν λόγω εκθέσεως σε αυτόν. Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, αφού λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία και καλέσει τον προσφεύγοντα προς ακρόαση, μπορεί είτε να κάνει δεκτή την προσφυγή και να διορθώσει την τελική έκθεση επιθεώρησης, εν όλω ή εν μέρει, είτε να απορρίψει αυτήν.
  2. Με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται εσωτερικός κανονισμός με τον οποίο ρυθμίζονται τα εν γένει υπηρεσιακά καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η απόφαση αυτή εκδίδεται μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
  3. Η ισχύς των παραγράφων 1 έως 8 του παρόντος άρθρου αρχίζει έξι μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

Β. Όργανα επιθεώρησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου

  1. Ιδρύονται στο Ελεγκτικό Συνέδριο Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Συμβούλια Επιθεώρησης, τα οποία συγκροτούνται αντιστοίχως από έναν αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως Πρόεδρο και δύο συμβούλους με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό, ως μέλη, καθώς και από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Πρόεδρο, και δύο αντιπροέδρους, ως μέλη. Κατά τα λοιπά έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1, 6 έως και 10 της περίπτωσης Α’ του παρόντος άρθρου.
  2. Οι πάρεδροι, οι εισηγητές και οι δόκιμοι εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκεινται σε επιθεώρηση, η οποία διενεργείται κάθε δύο δικαστικά έτη.
  3. Οι αντιπρόεδροι και οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου το μήνα Ιούνιο κάθε δεύτερου δικαστικού έτους συντάσσουν και υποβάλλουν στο Συμβούλιο της παραγράφου 1 εκθέσεις επιθεώρησης για τους παρέδρους και εισηγητές που υπηρέτησαν στο τμήμα ή στο κλιμάκιο, στο οποίο προήδρευσαν. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο Επίτροπος της Επικρατείας για τους παρέδρους και εισηγητές που υπηρέτησαν στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
  4. Για την αξιολόγηση των παρέδρων λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται η ικανότητα προς σύνταξη σχεδίων αποφάσεων και πράξεων, η συμβολή τους κατά τη διάσκεψη, ο βαθμός δυσκολίας και ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες εισηγήθηκαν ή συνέταξαν πράξεις, η εν γένει επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και το ήθος τους. Για την αξιολόγηση των εισηγητών λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ο τρόπος επεξεργασίας του νομικού και πραγματικού μέρους των υποθέσεων για τις οποίες συνέταξαν εισηγήσεις και σχέδια πράξεων, η ικανότητα τους προς σύνταξη εισηγήσεων και σχεδίων πράξεων, η εν γένει επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η παράσταση, καθώς και το ήθος τους. Οι κρίσεις κατά την αξιολόγηση διαβαθμίζονται σε: «πολύ καλός», «καλός», «σχεδόν καλός» και «ανεπαρκής».

Γ. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

  1. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών τους είναι το Συμβούλιο Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές.

«2. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης εποπτεύει την επιθεώρηση και αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, και δύο συμβούλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης του προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωματικός του μόνο για το υπόλοιπο της θητείας του.»

  1. Την επιθεώρηση διενεργούν:

α. Στα διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία, σύμβουλοι επικρατείας.

β. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και πρόεδροι εφετών.

γ. Στις γραμματείες των ως άνω δικαστηρίων, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των δικαστηρίων αυτών, οι πρόεδροι εφετών της οικείας περιφέρειας και οι πρόεδροι πρωτοδικών αντιστοίχως.

  1. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές σύμβουλοι επικρατείας ορίζονται με κλήρωση που διεξάγεται το μήνα Ιούνιο ενώπιον του Α’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για κάθε μία από τις κατά το άρθρο 83 παρ. 1 του παρόντος περιφέρειες, ορίζεται ένας επιθεωρητής. Για την επιλογή του Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης τοποθετούνται σε μία κληρωτίδα τα ονόματα των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για την επιλογή των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία συνέρχεται μετά από πρόσκληση του Προέδρου το μήνα Μάιο, ορίζει από τους έχοντες διετή υπηρεσία στο βαθμό του συμβούλου επικρατείας αριθμό διπλάσιο του απαιτουμένου για το σύνολο των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών. Δεν μπορούν να ορισθούν μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή επιθεωρητές όσοι άσκησαν καθήκοντα στις αντίστοιχες θέσεις κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο. «Οι επιθεωρητές προέρχονται από διαφορετικά Τμήματα.»

«5. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το Τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν οι κλήροι στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου οι κλήροι με τα ονόματα των αντιπροέδρων και των συμβούλων επικρατείας. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, ο Πρόεδρος εξάγει δύο σφαιρίδια από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των αντιπροέδρων, και εννέα σφαιρίδια από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα ονόματα των συμβούλων. Μετά την εξαγωγή του κλήρου από κάθε σφαιρίδιο, ο Πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος και επιδεικνύει τον κλήρο με το όνομα του κληρωθέντος στα λοιπά μέλη του Τμήματος. Από τους κληρωθέντες της πρώτης κληρωτίδας, ο πρώτος αντιπρόεδρος κατά τη σειρά κλήρωσης αποτελεί το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Από τους κληρωθέντες της δεύτερης κληρωτίδας, οι τρεις αρχαιότεροι αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, οι δύο πρώτοι τα τακτικά και ο τρίτος το αναπληρωματικό μέλος, οι υπόλοιποι τέσσερεις, κατά τη σειρά κληρώ-σεως, αποτελούν τους επιθεωρητές των περιφερειών της Επιθεώρησης και οι τελευταίοι δύο είναι οι αναπληρωτές των επιθεωρητών. Αν κατά την κλήρωση των τεσσάρων επιθεωρητών εξαχθεί το όνομα δεύτερου ή περισσότερων συμβούλων από το ίδιο Τμήμα, η κλήρωση συνεχίζεται μέχρις ότου εξαχθεί το όνομα συμβούλου από άλλο Τμήμα. Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό, που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.»

  1. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών είναι ετήσια. Αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η κλήρωση και λήγει τη 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.
  2. Τους επιθεωρητές στο έργο τους βοηθούν επίκουροι επιθεωρητές, οι οποίοι φέρουν το βαθμό του προέδρου εφετών και ορίζονται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, ένας για καθεμία από τις οριζόμενες στο άρθρο 83 του παρόντος περιφέρειες. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι αναπληρωτές τους. Τα ειδικότερα καθήκοντα των επίκουρων επιθεωρητών καθορίζονται με κοινή απόφαση του προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης και του οικείου επιθεωρητή. Η θητεία των επίκουρων επιθεωρητών συμπίπτει χρονικά με τη θητεία των επιθεωρητών. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης από την υπηρεσία του επίκουρου επιθεωρητή, τα καθήκοντα του αναλαμβάνει για το υπόλοιπο της θητείας του ο αντικαταστάτης του, που ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
  3. Οι επιθεωρητές σύμβουλοι και οι επίκουροι επιθεωρητές, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τη συμμετοχή των συμβούλων στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, των δε λοιπών στις οικείες Ολομέλειες των Δικαστηρίων.
  4. Οι πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση των διοικητικών πρωτοδικείων της περιφέρειας τους παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών συμβούλων επικρατείας. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει εκ των ομοιοβάθμων του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν.
  5. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του επιθεωρητή συμβούλου της επικρατείας την επιθεώρηση ενεργούν ή συνεχίζουν οι αναπληρωτές τους κατά τη σειρά ορισμού τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους.

“11. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του προέδρου εφετών. Οι πρόεδροι εφετών επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Κατά την εξέταση προσφυγής κατά έκθεσης ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης δεν μετέχει στο Συμβούλιο, εάν έχει συντάξει ο ίδιος την εν λόγω έκθεση, αλλά ο αναπληρωματικός του.”*** (βλ. σχόλια)

 

 

Αρθρο: 83

Ημ/νία: 16.09.2011

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Περιφέρειες

Σχόλια:  Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3514/2006 ΦΕΚ Α 266/6.12.2006. – Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 59 του ν. 3900/20120 (Α΄ 213/17.12.2010) και σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, ισχύει από 16.9.2011.

 

Κείμενο Αρθρου

«Περιφέρειες

«1. Οι περιφέρειες της επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι τέσσερις (4) και καθεμία από αυτές περιλαμβάνει αντιστοίχως: η Α’ τα Διοικητικά Εφετεία Αθηνών και Χανίων και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία, η Β’ το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, η Γ’ τα Διοικητικά Εφετεία Πειραιώς, Πατρών και Τρίπολης και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία και η Δ’ τα Διοικητικά Εφετεία Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Λάρισας και Κομοτηνής και τα υπαγόμενα σε αυτά πρωτοδικεία.»

  1. Οι περιφέρειες επιθεώρησης είναι δυνατόν να μεταβάλλονται, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από το επόμενο μετά τη δημοσίευση της δικαστικό έτος.
  2. Στο μεγαλύτερο από τα εφετεία κάθε περιφέρειας ιδρύεται Γραφείο Γραμματείας του Επιθεωρητή, στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους ένας ή περισσότεροι γραμματείς από το προσωπικό των δικαστηρίων της έδρας του εφετείου.»

 

 

Αρθρο: 84

Ημ/νία: 23.12.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Αρμοδιότητες επιθεωρητών.

Σχόλια: Το εδάφιο α της παρ.2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 άρθρ.4 Ν.2721/1999,ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.Τα εδάφια τέταρτο και πέμπτο της παρ. 2 είχαν αντικατασταθεί αρχικώς με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 14 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207).Η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 5 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112).Η παρ. 7 τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.Στο άρθρο 12 παρ. 1 του Ν.1968/1991 (ΦΕΚ Α 150) ορίζονται τα εξής:”Η αληθινή έννοια της διατάξεως του άρθρου 84 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. είναι ότι δεν επιθεωρούνται οι πρόεδροι εφετών και οι εισαγγελείς εφετών.”Στο άρθρο 4 παρ. 6 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112) ορίζονται τα εξής:”Η Επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης της παραγράφου 1 του άρθρου 84 καλύπτει το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 15.9.1999. Ειδικά για την Α’ και Β’ Περιφέρεια η Επιθεώρηση καλύπτει το διάστημα και τους δικαστικούς λειτουργούς που δεν έχουν επιθεωρηθεί μέχρι 15.9.1999″.——————Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3514/2006 ΦΕΚ Α 266/6.12.2006. ==================================================== Στο τέλος της παρ. 7 του παρόντος προστέθηκε το εντός “” εδάφιο με την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 3904/2010 ΦΕΚ Α 218/23.12.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΙΗ’

«Αρμοδιότητες επιθεωρητών

  1. Οι επιθεωρητές:

α) επιθεωρούν όλα τα δικαστήρια της περιφέρειας τους και οι αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου και τις αντίστοιχες εισαγγελίες

β) διενεργούν στην περιφέρεια τους, με παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης ή του προϊσταμένου της επιθεώρησης, έκτακτη ή συμπληρωματική επιθεώρηση κάθε δικαστηρίου, εισαγγελίας και δικαστικού λειτουργού’

γ) προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρουμένου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις

δ) εξετάζουν έγγραφες αναφορές του διοικητικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου και μπορούν να προβούν στη διενέργεια σχετικής έκτακτης επιθεώρησης. Καλούν, επίσης, στα πλαίσια της επιθεώρησης, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, δια του Προέδρου του και ζητούν τη γνώμη τους σε κάθε θέμα σχετικό με την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.

  1. Έκτακτες ή συμπληρωματικές επιθεωρήσεις ενεργούνται οποτεδήποτε. Ο πρόεδρος του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, καθώς και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορούν να παραγγέλλουν έκτακτη επιθεώρηση όλων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών καταστημάτων, η οποία ενεργείται από τον οικείο επιθεωρητή. Αντίγραφο της έκθεσης διαβιβάζεται στον πρόεδρο του συμβουλίου επιθεώρησης.
  2. Οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, καθώς και οι επίκουροι, οφείλουν να μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων και εισαγγελιών της περιφέρειας τους για τη διενέργεια επιθεώρησης τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η επιλογή τους. Η μετάβαση στην έδρα των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων εκτός έδρας πρωτοδικείου ανήκει στην κρίση του επιθεωρητή. Οι σύμβουλοι επικρατείας και οι επίκουροι αυτών οφείλουν να μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων της περιφέρειας τους για τη διενέργεια επιθεώρησης κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
  3. Η επιθεώρηση της παραγράφου 1 αφορά στην εργασία των δικαστικών λειτουργών από τη 16η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους ορισμού του επιθεωρητή έως τη 15η Σεπτεμβρίου του έτους ορισμού.
  4. Οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων και εισαγγελιών που επιθεωρούν από τη 16η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου. Εφαρμόζονται και ως προς αυτούς το εδάφιο γ’ της παρ. 1 και η παρ. 4 του άρθρου αυτού.
  5. Οι επιθεωρητές εξετάζουν τον τρόπο κατά τον οποίο διεξάγεται η υπηρεσία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και την εργασία που έχει συντελεσθεί κατά το επιθεωρούμενο χρονικό διάστημα. Επίσης εξετάζουν την ενημερότητα της υπηρεσίας στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, την τακτική και ομαλή διεξαγωγή των συνεδριάσεων και την καταλληλότητα των κτιρίων.
  6. Οι επιθεωρητές εξετάζουν το σύνολο της εργασίας των δικαστικών λειτουργών και ιδίως το νομικό και πραγματικό μέρος κάθε υπόθεσης και τις δοθείσες με την απόφαση απαντήσεις στους προβληθέντες από τους διαδίκους ισχυρισμούς. Επίσης, προκειμένου να διαμορφώσουν ασφαλή γνώμη ως προς τα αξιολογούμενα, σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ουσιαστικά προσόντα διεξάγουν λεπτομερώς κάθε χρήσιμη έρευνα, έχουν απαραιτήτως προσωπική επαφή με τους επιθεωρουμένους και ζητούν τη γνώμη του προϊσταμένου του δικαστηρίου, της εισαγγελίας και του Προέδρου του τμήματος στο οποίο οι επιθεωρούμενοι υπηρετούν. Επιλαμβάνονται, επίσης, όλων των θεμάτων που εμπίπτουν στην επιθεώρηση και ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Οι επιθεωρητές αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου μπορούν να ελέγχουν την ποινική εργασία των δικαστών της περιφέρειας τους, χωρίς να συντάσσουν σχετική έκθεση. Υποχρεούνται, όμως, να διαβιβάζουν τα προκύπτοντα από τον έλεγχο αυτόν αξιόλογα στοιχεία στον αρμόδιο αρεοπαγίτη επιθεωρητή, προκειμένου να συνεκτιμηθούν κατά τη σύνταξη από αυτόν της σχετικής έκθεσης του.» «Οι επιθεωρητές, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ελέγχουν υποχρεωτικά τις αποφάσεις περί αναβολών, που χορήγησαν τα δικαστήρια στα οποία μετείχαν οι επιθεωρούμενοι δικαστικοί λειτουργοί και κρίνουν περαιτέρω αν συντρέχει εξ αυτού του λόγου περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου τους.».

 

 

Αρθρο: 85

Ημ/νία: 23.12.2010

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Εκθέσεις επιθεώρησης.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3514/2006 ΦΕΚ Α 266/6.12.2006 Η παρ. 2 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 3904/2010 ΦΕΚ Α 218/23.12.2010.

 

Κείμενο Αρθρου

«Εκθέσεις επιθεώρησης

  1. Οι επιθεωρητές συντάσσουν γενικές εκθέσεις για τη λειτουργία κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας της περιφέρειας τους και εισηγούνται τα απαιτούμενα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.

«2. Οι επιθεωρητές συντάσσουν επίσης ιδιαίτερη, λεπτομερή και ειδικά αιτιολογημένη έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό της περιφέρειάς τους. Στην έκθεση αυτή αξιολογούνται: α) το ήθος, το σθένος και ο χαρακτήρας, β) η επιστημονική κατάρτιση, γ) η κρίση και η αντίληψη, δ) η επιμέλεια, η εργατικότητα και η υπηρεσιακή (ποιοτική και ποσοτική) απόδοση, ε) η ικανότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, στη διατύπωση των δικαστικών αποφάσεων και στη διεύθυνση της διαδικασίας και προκειμένου για τους εισαγγελικούς λειτουργούς η ικανότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, τόσο στην προδικασία όσο και στη διαδικασία του ακροατηρίου, καθώς και η ικανότητα στη διατύπωση των προτάσεων, των διατάξεων που εκδίδουν και στο χειρισμό του προφορικού λόγου και στ) η συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού γενικά και ιδιαίτερα στο ακροατήριο, καθώς και η κοινωνική του παράσταση. Ο επιθεωρητής αναφέρει ακόμη αν θεωρεί προακτέους στον επόμενο βαθμό τους πρωτοδίκες και αντεισαγγελείς πρωτοδικών που έχουν συμπληρώσει πενταετία στο βαθμό, καθώς και τους δικαστές και εισαγγελείς από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και Εισαγγελέα Πρωτοδικών και πάνω, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους στον κατεχόμενο βαθμό.».

  1. Για την αξιολόγηση του δικαστικού λειτουργού ως προς τα ανωτέρω προσόντα, οι επιθεωρητές οφείλουν να χρησιμοποιούν την εξής κλίμακα:
  2. άρτια ή εξαίρετη,
  3. πολύ καλή,
  4. περισσότερο από καλή,
  5. καλή,
  6. σχεδόν καλή,
  7. ανεπαρκής.

Για το ήθος και το σθένος οφείλουν να χρησιμοποιούν τους χαρακτηρισμούς:

  1. προσήκον και
  2. μη προσήκον.
  3. Οι επιθεωρητές σημειώνουν, επίσης, στην ατομική έκθεση των δικαστικών λειτουργών κάθε άλλη παρατήρηση που θεωρούν χρήσιμη.
  4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθιερώνεται ενιαίο έντυπο για τις εκθέσεις επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών. Στο έντυπο αυτό περιλαμβάνονται τα στοιχεία του επιθεωρουμένου, τα αξιολογούμενα προσόντα του και προβλέπεται χώρος για την αιτιολογία και για ειδικές παρατηρήσεις.
  5. Οι εκθέσεις των επιθεωρητών υποβάλλονται στον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της θητείας τους. Σε περίπτωση έκτακτης ή συμπληρωματικής επιθεώρησης, η έκθεση υποβάλλεται αμέσως μετά τη διενέργεια της. Αντίγραφο κάθε έκθεσης υποβάλλεται από τον πρόεδρο του συμβουλίου επιθεώρησης στον Υπουργό Δικαιοσύνης και, κατά περίπτωση, στον Πρόεδρο και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στον Γενικό Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στον Γενικό Επίτροπο Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης τίθεται στον ατομικό φάκελο του επιθεωρουμένου. Επίσης, αντίγραφο της επιδίδεται στον επιθεωρούμενο με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.»

 

 

Αρθρο: 86

Ημ/νία: 20.12.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Αρμοδιότητες Συμβουλίου Επιθεώρησης. Υπηρεσία Επιθεώρησης

Σχόλια: Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ.10 Γ άρθρου 3 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67/6.5.1997)Η παρ.1 καταργήθηκε και οι παρ. 2, 3, 4 αναριθμήθηκαν σε 1, 2 και 3 αντιστοίχως με την παρ.2 άρθρ.4 Ν.2721/1999,ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.Η παρ.3 αντικαταστάθηκε με την παρ.10 άρθρ.4 Ν. 2721/1999,ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.Στην παρ. 3 (ήδη 2) προστίθεται τρίτο εδάφιο με το άρθρο 4 παρ. 7 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112).——————————–Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3514/2006 ΦΕΚ Α 266/ 6.12.2006.

 

Κείμενο Αρθρου

«Αρμοδιότητες Συμβουλίου Επιθεώρησης Υπηρεσία Επιθεώρησης

  1. Τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, δεν απαλλάσσονται από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία.
  2. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης: α) παραγγέλλει έκτακτη επιθεώρηση, ενεργούμενη από τον τακτικό επιθεωρητή ή επανάληψη ή συμπλήρωση προηγούμενης, εφόσον συντρέχει λόγος, β) αποφαίνεται επί προσφυγής επιθεωρουμένου κατά της έκθεσης τακτικής επιθεώρησης, γ) συγκεντρώνει τις εκθέσεις επιθεώρησης και διατυπώνει σε ιδιαίτερη έκθεση του ενδεχόμενες παρατηρήσεις του σχετικά με αυτές και δ) με γενική έκθεση του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης περιγράφει την κατάσταση των δικαστηρίων, των εισαγγελιών και της γραμματείας τους και υποδεικνύει τα αναγκαία μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους. Για κάθε άλλη ενέργεια μόνος αρμόδιος είναι ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή το οριζόμενο από αυτόν μέλος του συμβουλίου.

Αντίγραφα των σχετικών με τις ανωτέρω ενέργειες εγγράφων του Συμβουλίου Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κοινοποιούνται στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.»

 

 

Αρθρο: 87

Ημ/νία: 20.12.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Προσφυγή του επιθεωρούμενου

Σχόλια: Το παρόν άρθρο όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 14 παρ.1 Ν.1868/1989, αντικαταστάθηκε με την παρ.10 Γ άρθρου 3 Ν.2479/1997,ΦΕΚ Α 67/6.5.1997.——————–Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 3514/2006 ΦΕΚ Α 266/6.12.2006.

 

Κείμενο Αρθρου

«Προσφυγή του επιθεωρουμένου

  1. Η επίδοση των εκθέσεων της επιθεώρησης στους επιθεωρουμένους γίνεται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο επιθεωρούμενος, μέσα σε τριάντα ημέρες αφότου λάβει την έκθεση της τακτικής ή έκτακτης επιθεώρησης, έχει δικαίωμα να προσφύγει υπηρεσιακώς ή με συστημένη επιστολή στο Συμβούλιο Επιθεώρησης ή τον Προϊστάμενο σύμβουλο κατά περίπτωση και να ζητήσει διόρθωση της έκθεσης ή επανάκριση, μόνο αν η έκθεση περιέχει ανακριβείς ή ανεπαρκείς αιτιολογίες ή ανακριβή περιστατικά ή δυσμενείς κρίσεις, που δεν δικαιολογούνται από το περιεχόμενο της εκθέσεως ή τη συμπληρωματική έρευνα της εργασίας του επιθεωρουμένου από μέλος του Συμβουλίου. Στο Συμβούλιο της Επιθεώρησης δεν μετέχει ο επιθεωρητής που έχει συντάξει την έκθεση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή του επιθεωρουμένου και στη θέση του καλείται ο επόμενος κατά σειρά αρχαιότητας επιθεωρητής.
  2. Αν τα παράπονα κριθούν βάσιμα, το Συμβούλιο Επιθεώρησης με αιτιολογημένη απόφαση του προβαίνει στη διόρθωση της έκθεσης, εκτός αν κρίνει αναγκαία την επανάληψη της επιθεώρησης, οπότε διατάσσει επανάκριση σχετικά με τους λόγους της προσφυγής από τον αρχαιότερο αναπληρωτή επιθεωρητή.

Η απόφαση του Συμβουλίου Επιθεώρησης, με την οποία διατάσσεται η διόρθωση της έκθεσης, τίθεται στο φάκελο του επιθεωρουμένου. Η έκθεση που συντάσσεται ύστερα από επανάκριση, εφόσον η επανάκριση είναι γενική, αντικαθιστά την προηγούμενη έκθεση, η οποία αποσύρεται από το φάκελο του επιθεωρουμένου. Αν τα παράπονα κριθούν αβάσιμα, το Συμβούλιο Επιθεώρησης με αιτιολογημένη απόφαση του, απορρίπτει την προσφυγή και η απόφαση τίθεται στο φάκελο του επιθεωρουμένου. Η έκθεση που συντάσσεται ύστερα από επανάκριση δεν υπόκειται σε προσφυγή.

  1. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επιθεώρησης και η νέα έκθεση υποβάλλονται και επιδίδονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 6.
  2. Όπου στον παρόντα νόμο αναγράφεται προϊστάμενος της επιθεώρησης νοείται το Συμβούλιο Επιθεώρησης.»

 

 

Αρθρο: 88

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Εκθεση για οριστική παύση ή μετάθεση.

Σχόλια: Η παρ. 2 καταργήθηκε με το άρθρ. 14 παρ. 2 του Ν. 1868/89, ΦΕΚ Α 230.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Αν κατά την επιθεώρηση διαπιστωθεί ανικανότητα κατά το άρθρο 60 παρ. 2 ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια δικαστικού λειτουργού, ο επιθεωρητής συντάσσει ιδιαίτερη έκθεση και την υποβάλλει στον προϊστάμενο της επιθεώρησης, ο οποίος τη διαβιβάζει με τις τυχόν παρατηρήσεις του στα αρμόδια κατά τις κείμενες διατάξεις όργανα προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία της οριστικής παύσης.
  2. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα).

 

 

Αρθρο: 89

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΔΙΚΑΣΤΕΣ)

 

Τίτλος Αρθρου: Επιθεώρηση της γραμματείας.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Η επιθεώρηση της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών, γίνεται κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 84.
  2. Η επιθεώρηση των υπαλλήλων της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών γίνεται όπως ορίζεται από το νόμο για την κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων.
  3. Ο επιθεωρητής εξετάζει την ενημερότητα της γραμματείας και την εύρυθμη λειτουργία της. Για κάθε γραμματεία συντάσσει ιδιαίτερη έκθεση.
  4. Ειδικά ως προς τη βεβαίωση ποινών και είσπραξη δικαστικών εξόδων (απολήψιμα) η επιθεώρηση της γραμματείας από τον οικείο πρόεδρο γίνεται μία φορά κατά το χρονικό διάστημα της παρ. 1 και μία φορά κατά το μήνα Μαϊο κάθε έτους και συντάσσεται ειδική έκθεση. Κατά την επιθεώρηση εξετάζεται αν τηρούνται οι διατάξεις του κώδικα για την είσπραξη τελών χαρτοσήμου, την επικόλληση και διαγραφή των ενσήμων, καθώς και οι διατάξεις που αφορούν τα παραστατικά των πόρων των διάφορων ταμείων για τις παραστάσεις τωνδικηγόρων.Γιατις γραμματείες των ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών εξετάζεται επί πλέον αν γίνεται σωστά και έγκαιρα η εκκαθάριση, είσπραξη και βεβαίωση των χρηματικών ποινών, προστίμων και δικαστικών εξόδων, καθώς και των ποσών που προέρχονται από μετατροπή ποινών, και αν κατατίθενται εγκαίρως τα ποσά που εισπράττονται στο δημόσιο ταμείο.

 

 

Αρθρο: 90

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Γενικές αρχές.

 

Κείμενο Αρθρου

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Πειθαρχικό δίκαιο.

Κεφάλαιο ΙΘ’

Ευθύνη.

  1. Οι δικαστικοί λειτουργοί διέπονται ως προς την πειθαρχική τους ευθύνη από τις διατάξεις του κώδικα αυτού και όταν λόγω της ιδιότητάς τους μετέχουν σε δικαστήρια, συμβούλια και επιτροπές ή ασκούν διοικητικά καθήκοντα βάσει ειδικών διατάξεων.
  2. Κανείς δε διώκεται για δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Νέα πειθαρχική αγωγή για το ίδιο παράπτωμα είναι απαράδεκτη. Εφ’ όσον έχει εκδοθεί απόφαση για την πρώτη πειθαρχική αγωγή, τα στοιχεία που διαβιβάζονται για τη δεύτερη συμπληρώνουν το φάκελο της υπόθεσης.
  3. Για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα μία μόνο πειθαρχική ποινή μπορεί να επιβληθεί.
  4. Αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται ο νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για το διωκόμενο διατάξεις.
  5. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη.
  6. Η πειθαρχική δίκη δεν επηρεάζεται από την προαγωγή ή άλλη μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση του διωκομένου, εκτός αν επιφέρει και μεταβολή στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πειθαρχικού δικαστηρίου ή συμβουλίου, οπότε η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, δικαστήριο ή συμβούλιο.
  7. Η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού δεν αίρει τον πειθαρχικό κολασμό για παράπτωμα που διέπραξε πριν από την προαγωγή του.
  8. Η χάρη, η αποκατάσταση, καθώς και η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο άρση του ποινικώς κολασίμου της πράξης ή η άρση εν όλω ή εν μέρει των συνεπειών της ποινικής καταδίκης δεν αίρουν το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης.
  9. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής δίκης ωσότου περατωθεί η ποινική.
  10. Οι διαπιστώσεις που περιέχονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο βούλευμα για την ύπαρξη ή μη ορισμένων γεγονότων γίνονται δεκτές και στην πειθαρχική δίκη.

 

 

Αρθρο: 91

Ημ/νία: 07.06.2008

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Πειθαρχικό παράπτωμα.

Σχόλια

Το εδάφ. δ της παρ. 3 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 14 παρ.3 περ. 1 του Ν. 1868/1989, (ΦΕΚ Α 230), αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από την παρ. 5 του άρθρου 5 του Ν. 2207/1994 (Α 65). Η περ. η προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.6 Ν.2408/1996 (A 73).Οι περ. α, β και γ της παρ. 5 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 14 παρ. 3 περ. 2 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.- Το στοιχείο θ΄ της παρ. 3 προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 3327/2005 (Α΄ 70/11.3.2005). To στοιχείο θ΄ της παραγράφου 3 του παρόντος που προστέθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 3327/2005 (ΦΕΚ 70 Α΄)τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 81 του ν. 3659/2008 ΦΕΚ Α 77.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε υπαίτια και καταλογιστή πράξη ή συμπεριφορά εν γένει του δικαστικού λειτουργού εντός ή εκτός υπηρεσίας, εφ’ όσον αντίκειται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμα του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης.
  2. Οι ειδικότερες υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται από τις διατάξεις που αναφέρονται στην απονομή της δικαιοσύνης, την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και την κατάστασή τους ως δικαστικών λειτουργών.
  3. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού συνιστούν ιδίως:

α) πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη πίστης και αφοσίωσης προς την πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα της Χώρας ή υπονομεύουν τη δημοκρατική νομιμότητα και η συμμετοχή του σε πράξεις που οδηγούν στην κατάλυση της δημοκρατικής νομιμότητας,

β) η συμμετοχή του σε οργάνωση της οποίας οι σκοποί είναι κρυφοί ή επιβάλλει στα μέλη της μυστικότητα,

γ) η χρησιμοποίηση της ιδιότητάς του για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών, “δ) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του”. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα της υπόθεσης, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι αδικαιολόγητη η έκδοση απόφασης πολιτικού δικαστηρίου μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν αφορά υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκούσιας δικαιοδοσίας και εργατικών διαφορών.

ε) η παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας,

στ) η αποσιώπηση νόμιμου λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης,

ζ) η αναξιοπρεπής ή απρεπής εντός ή εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά, “η) η παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 320 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 500 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας”.

Θ.«Η μη έκδοση απόφασης μέσα σε οκτώ μήνες από τη συζήτηση πολιτικής ή διοικητικής υπόθεσης και η, συνεπεία τούτου, επιστροφή ή αφαίρεση της δικογραφίας από τον δικαστή που τη χειρίζεται.».

4.Περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου παραπτώματος θεωρούνται ως ενιαίο σύνολο, η βαρύτητα του οποίου λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της ποινής.

  1. Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: “α) η άρνηση του να εφαρμόσει διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του συντάγματος ή είναι αντίθετες σ’ αυτό.

β) η έκφραση γνώμης δημοσίως, εκτός αν γίνεται με σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή υπέρ ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης.

γ) η συμμετοχή και η ανάπτυξη δραστηριότητας σε ήδη αναγνωρισμένες ενώσεις δικαστών ή άλλα σωματεία και η έκφραση γνώμης και κριτικής άποψης που γίνεται στα πλαίσια της συνδικαλιστικής δραστηριότητας”.

 

 

Αρθρο: 92

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Παραγραφή.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των δικαστικών λειτουργών παραγράφονται μετά πέντε έτη από την τέλεσή τους.
  2. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται προτού παρέλθει ο χρόνος που ορίζεται για την παραγραφή του τελευταίου. Οσο διαρκεί η ποινική διαδικασία και έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, αναστέλλεται η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος.
  3. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται από την επίδοση της πειθαρχικής αγωγής, ο χρόνος όμως της αναστολής αυτής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο έτη.
  4. Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται με την τέλεση άλλου πειθαρχικού παραπτώματος που αποσκοπεί στη συγκάλυψη του πρώτου ή στη ματαίωση έγερσης πειθαρχικής αγωγής γι’ αυτό.

 

 

Αρθρο: 93

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Πειθαρχικές ποινές.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι πειθαρχικές ποινές που μπορούν να επιβληθούν στο δικαστικό λειτουργό είναι:

α) η έγγραφη επίπληξη,

β) το πρόστιμο από καθαρές αποδοχές δύο ημερών έως τις συνολικές καθαρές αποδοχές τριών μηνών,

γ) η προσωρινή παύση από δέκα ημέρες μέχρι έξι μήνες και

δ) η οριστική παύση.

  1. Η οριστική παύση επιβάλλεται σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκομένου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεων του ως δικαστικού λειτουργού ή θίγουν σοβαρά σε κύρος της δικαιοσύνης.
  2. Το είδος της ποινής που θα επιβληθεί και η επιμέτρησή της προσδιορίζονται από τη βαρύτητα του παραπτώματος, το βαθμό και την πείρα του δικαστικού λειτουργού, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε το παράπτωμα, την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειας του διωκομένου.
  3. Οταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεστεί και την προσωπικότητα του διωκομένου, να μην επιβάλλει ποινή.
  4. Οταν συνεκδικάζονται περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, εφ’ όσον οι πειθαρχικές ποινές που έχουν επιβληθεί για καθένα από αυτά είναι του αυτού είδους, επιβάλλεται μια συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από την πιο βαριά ή, αν οι ποινές είναι ίσες, από μια από αυτές, που προσαυξάνεται μέχρι το ανώτερο όριό της.

Η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων πειθαρχικών ποινών.

 

 

Αρθρο: 94

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Εναρξη και λήξη πειθαρχικής ευθύνης.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Η πειθαρχική ευθύνη του δικαστικού λειτουργού αρχίζει από την αποδοχή του διορισμού του και λήγει με τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης. Η πειθαρχική δίκη που άρχισε πριν από τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης συνεχίζεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εκτός αν ο δικαστικός λειτουργός αποβίωσε.
  2. Πράξεις που τελέστηκαν κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του δικαστικού λειτουργού στο δημόσιο τομέα ή υπό την ιδιότητα του δικηγόρου τιμωρούνται πειθαρχικώς εφ’ όσον δεν παρήλθε ο χρόνος παραγραφής που ορίζεται γι’ αυτές. Στην περίπτωση αυτήν ο τυχόν εκτός υπηρεσίας χρόνος εφ’ όσον δεν υπερβαίνει την πενταετία δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής.
  3. Η τέλεση κατά τη διαδικασία επιλογής η κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού και έως την αποδοχή του διορισμού παράνομης πράξης σχετικής με τη συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής ή στο διαγωνισμό ή τις προϋποθέσεις διορισμού, συνιστά για το δικαστικό λειτουργό, πειθαρχικό παράπτωμα. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την αποδοχή του διορισμού.

 

 

Αρθρο: 95

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Πειθαρχικές δικαιοδοσίες.

Σχόλια

Οι παρ.5 έως και 11 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207)Προηγουμένως το στοιχείο ββ’ της περίπτωσης α της παρ. 5 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230).

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο Κ’

Οργανα.

  1. Η πειθαρχική δικαιοδοσία στους δικαστικούς λειτουργούς ασκείται από δικαστήρια και πειθαρχικά συμβούλια.
  2. Αρμόδια δικαστήρια για την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης είναι:

α) η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στα μέλη του Αρείου Πάγου και της εισαγγελίας του, στα μέλη, στο γενικό επίτροπο και στον αντεπίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο γενικό επίτροπο, επίτροπο και αντεπιτρόπους της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,

β) η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και σε όλους τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης,

γ) η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

  1. Τα δικαστήρια της προηγούμενης παραγράφου, συγκροτούμενα όπως ορίζουν οι οργανικοί τους νόμοι, κρίνουν αυτούς που διέπραξαν πειθαρχικά παραπτώματα ύστερα από παραπομπή τους από τα πειθαρχικά συμβούλια. Εφ’ όσον τελικά κατά την προηγούμενη παράγραφο το δικαστήριο κρίνει ότι ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να τιμωρηθεί με ποινή κατώτερη από την οριστική παύση, επιβάλλει την ποινή αυτή χωρίς να δεσμεύεται από την παραπεμπτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου.
  2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που προβλέπεται από το άρθρο 91 του Συντάγματος, είναι αρμόδιο να κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, στον εισαγγελέα και τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, στα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο γενικό επίτροπο και αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και στο γενικό επίτροπο, στον επίτροπο και τους αντεπιτρόπους της Επικρατείας των τακτικών δικαστηρίων.

“5. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αρμόδιο:

α. Σε πρώτο βαθμό, να κρίνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές εκτός από την οριστική παύση:

αα. στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,

ββ. στους προέδρους εφετών, στους εφέτες και στους προέδρους πρωτοδικών των διοικητικών δικαστηρίων.

β. Σε δεύτερο βαθμό να κρίνει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων των διοικητικών εφετείων.

6.Το εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αρμόδιο να κρίνει τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό από το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας.

  1. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιο:

α. Σε πρώτο βαθμό, να κρίνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στους προέδρους και εισαγγελείς εφετών, εφέτες και αντεισαγγελεις εφετών, προέδρους και εισαγγελείς πρωτοδικών.

β. Σε δεύτερο βαθμό να κρίνει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων των εφετείων.

  1. Το εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιο να κρίνει τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό από το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου.
  2. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αρμόδιο σε πρώτο βαθμό να κρίνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές.
  3. Το εννεαμελές πειθαρχικά συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αρμόδιο να κρίνει τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων που εκδίδονται από το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

11.Τα πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια των εφετείων (πολιτικών και διοικητικών) είναι αρμόδια σε πρώτο βαθμό να κρίνουν τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλουν όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στους δικαστικούς λειτουργούς του αντίστοιχου σώματος μέχρι και το βαθμό του πρωτοδίκη και αντεισαγγελέα πρωτοδικών.

Συγκρούσεις αρμοδιότητας μεταξύ πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων αίρονται με απόφαση του οικείου επταμελούς συμβουλίου, ύστερα από αίτηση του διωκόμενου ή εκείνου που ασκεί την πειθαρχική δίωξη.”

 

 

Αρθρο: 96

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Συγκρότηση και λειτουργία του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Σχόλια: Το εντός ” ” εδάφιο δ της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 16 του Ν.2172/1993(ΦΕΚ Α 207)

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο που προβλέπεται από το άρθρο 91 του Συντάγματος συγκροτείται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως πρόεδρό του, από δύο αντιπροέδρους ή συμβούλους της Επικρατείας, δύο αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου ή αρεοπαγίτες, δύο αντιπροέδρους ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο καθηγητές (α’ βαθμίδας) νομικών μαθημάτων των νομικών τμημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας, ως μέλη. Τα μέλη του Συμβουλίου ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στο οικείο ανώτατο δικαστήριο ή σε νομική σχολή ως καθηγητές.

Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχουν μέλη που ανήκουν στο σώμα εκείνο, για την ενέργεια μέλους του οποίου καλείται να κρίνει το συμβούλιο. Οταν το συμβούλιο κρίνει πειθαρχικό παράπτωμα μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, προεδρεύεται από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Τα μέλη που ανήκουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μετέχουν στη σύνθεση του συμβουλίου και όταν κρίνεται πειθαρχικό παράπτωμα του γενικού επιτρόπου, του επιτρόπου και των αντεπιτρόπτων της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Επίσης δεν μετέχουν στο συμβούλιο τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όταν κρίνει πειθαρχικό παράπτωμα του γενικού επιτρόπου και αντεπιτρόπου του.

  1. Για να συγκροτηθεί το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο ο Υπουργός Δικαιοσύνης αποστέλλει, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας καταλόγους των αντιπροέδρων και συμβούλων Επικρατείας, των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και των αρεοπαγιτών, των αντιπροέδρων και συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και των καθηγητών (α’ βαθμίδας) των νομικών μαθημάτων των νομικών τμημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας. Καθηγητές που είναι και μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των καθηγητών.
  2. Η κατά τη παράγραφο 1 κλήρωση γίνεται κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου σε δημόσια συνεδρίαση Α’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με βάση τους καταλόγους της προηγούμενης παραγράφου ο πρόεδρος θέτει στην οικεία κληρωτίδα τους κλήρους με τα ονόματα εκείνων που έχουν συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στο οικείο δικαστήριο ή νομική σχολή και εξάγει από κάθε κληρωτίδα τέσσερις κλήρους. Οι δύο πρώτοι κληρούμενοι είναι τακτικά μέλη και οι δύο άλλοι αναπληρωματικά. “Για τη διαδικασία της κλήρωσης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 345/1976, όπως η παράγραφος αυτή αντικαθίσταται.”

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδίδει πράξη με τα ονόματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών που κληρώθηκαν, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και τα μέλη που κληρώθηκαν, συγκροτούν το συμβούλιο κατά το επόμενο έτος.

  1. Τα αναπληρωματικά μέλη αναπληρώνουν τα τακτικά που απουσιάζουν ή κωλύονται, με τη σειρά της κλήρωσής τους. Το ίδιο ισχύει και αν ελλείπει τακτικό μέλος έως ότου γίνει συμπληρωματική κλήρωση.
  2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη συμμετοχή όλων των κατά την παράγραφο 1 μελών του και οι αποφάσεις του λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία. Καθήκοντα γραμματέα του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτελεί ο γραμματέας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος, αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται από γραμματέα των τμημάτων, που ορίζεται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας.
  3. Αν κατά τη διάρκεια του έτους αποχωρήσει από την υπηρεσία ή αποβιώσει τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου, γίνεται συμπληρωματική κλήρωση από τα μέλη του σώματος στο οποίο ανήκε. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3. Η θητεία των μελών αυτών διαρκεί έως τη λήξη του ημερολογιακού έτους.
  4. Η θητεία του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου παρατείνεται αυτοδικαίως και μετά την 31η Δεκεμβρίου, εφ’ όσον εκκρεμεί η έκδοση οριστικής απόφασης σε υπόθεση που έχει συζητηθεί ενώπιόν του πριν από την ημερομηνία αυτή. Η παράταση αυτή δεν εμποδίζει την ανάδειξη των νέων μελών για το επόμενο έτος και ισχύει μόνο για την εκκρεμή υπόθεση έως ότου δημοσιευθεί η οριστική απόφαση.

 

 

Αρθρο: 97

Ημ/νία: 04.07.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Συγκρότηση και λειτουργία των άλλων πειθαρχικών συμβουλίων.

Σχόλια:  Οι παρ.1 και 2 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 17 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207).- Η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του Ν.2172/1993(ΦΕΚ Α 207. – Το εντός ” ” πρώτο εδάφιο της παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ.6 του άρθρου 6 του Ν.2298/1995 (Α 62). – Το εντός ” “εδάφιο θ της παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 30 παρ. 3 του Ν.2915/2001 (Α 109/29-5-2001). – Το εντός ” ” τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.7 του άρθρου 6 του Ν.2298/1995 (Α 62). – Στο τέλος της πέμπτης υποπαραγράφου της παρ. 4 προστέθηκε εδάφιο με την παρ. 4 άρθρου 30 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α 109).================================- Η εντός ” ” τέταρτη υποπαράγραφος της παρ. 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006).

 

Κείμενο Αρθρου

“1. Τα επταμελή και τα εννεαμελή πειθαρχικά συμβούλια του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτούνται από αντίστοιχο αριθμό τακτικών δικαστών, που ορίζονται κάθε έτος με κλήρωση. Η κλήρωση γίνεται το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους σε δημόσια συνεδρίαση του Α’ τμήματος των δικαστηρίων αυτών. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα του προέδρου, των αντιπροέδρων και των λοιπών μελών του οικείου δικαστηρίου. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα είκοσι δύο (22) σφαιρίδια. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος, το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του τμήματος. Από τους κληρωθέντες, οι εννέα (9) πρώτοι κατά σειρά κληρούμενοι αποτελούν τα μέλη του εννεαμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, οι επόμενοι επτά (7) τα μέλη του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, οι επόμενοι τέσσερις (4) τα αναπληρωματικά μέλη του εννεαμελούς πειθαρχικού συμβουλίου και οι τελευταίοι δύο (2) τα αναπληρωματικά μέλη του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου. Για τα δύο στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Τα αναπληρωματικά μέλη κατά τη σειρά κλήρωσής τους αναπληρώνουν τα τακτικά μέλη που απουσιάζουν ή κωλύονται. Το ίδιο ισχύει όταν ελλείπει τακτικό μέλος, έως ότου γίνει συμπληρωματική κλήρωση.

  1. Η θητεία των μελών των πειθαρχικών συμβουλίων αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωσή τους έτους. Αν κατά τη διάρκεια της θητείας αποχωρήσει από την υπηρεσία ή αποβιώσει τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος του συμβουλίου, γίνεται συμπληρωματική κλήρωση για την οποία εφαρμόζεται η διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών του πειθαρχικού συμβουλίου”.
  2. Στα πειθαρχικά συμβούλια προεδρεύει ο ανώτερος στο βαθμό και, αν όλα τα μέλη είναι ισόβαθμα, ο αρχαιότερος. Καθήκοντα γραμματέα ασκεί ο δικαστικός υπάλληλος που ορίζεται από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου.

“4. Τα πειθαρχικά συμβούλια των εφετείων πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης λειτουργούν στα Εφετεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Πατρών και των διοικητικών εφετείων στα Διοικητικά Εφετεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Πατρών και συγκροτούνται από έναν πρόεδρο εφετών και τέσσερις (4) εφέτες, που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που υπηρετούν στο ίδιο εφετείο και έχουν τουλάχιστον τριετή υπηρεσία ως εφέτες”. Η κλήρωση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση του εφετείου με τριμελή σύνθεση και με δύο κληρωτίδες. Από την πρώτη, που περιέχει σφαιρίδια με τα ονόματα των προέδρων εφετών, εξάγονται δύο (2) σφαιρίδια. Από τους κληρωθέντες ο πρώτος είναι ο πρόεδρος του πενταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου και ο δεύτερος αναπληρωτής του. Από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει σφαιρίδια με τα ονόματα των εφετών που έχουν τριετή υπηρεσία ως εφέτες, εξάγονται έξι (6) σφαιρίδια. Από τους κληρωθέντες οι τέσσερις (4) πρώτοι είναι τα τακτικά και οι επόμενοι δύο (2) τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Τα αναπληρωματικά μέλη αναπληρώνουν τα τακτικά, όταν απουσιάζουν ή κωλύονται. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων. Πειθαρχικά παραπτώματα αρμοδιότητας πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων, εφόσον διαπράχθηκαν από δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε περιφέρεια εφετείου στο οποίο, δε λειτουργεί πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο, εκδικάζονται από το πειθαρχικό συμβούλιο του πλησιέστερου εφετείου.

«Ως πλησιέστερα εφετεία θεωρούνται: για το Εφετείο Λαμίας το Εφετείο Αθηνών, για τα Εφετεία Κέρκυρας και Ιωαννίνων το Εφετείο Πατρών, για τα Εφετεία Ναυπλίου, Καλαμάτας, Κρήτης, Αιγαίου και Δωδεκανήσου το Εφετείο Πειραιώς, για τα Εφετεία Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας και Λάρισας το Εφετείο Θεσσαλονίκης». “‘Ως πλησιέστερα διοικητικά εφετεία θεωρούνται: για το Διοικητικό Εφετείο Χανίων, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, για τα Διοικητικά Εφετεία Λάρισας και Κομοτηνής, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης και για τα Διοικητικά Εφετεία Τρίπολης και Ιωαννίνων το Διοικητικό Εφετείο Πατρών”. “Σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης του πειθαρχικού συμβουλίου του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, οι ενώπιον αυτού εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις παραπέμπονται προς εκδίκαση στο πειθαρχικό συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.”

  1. Δεν μπορούν να μετάσχουν σε πειθαρχικό συμβούλιο ή δικαστήριο για την εκδίκαση ορισμένης πειθαρχικής υπόθεσης:

α) οι δικαστικοί λειτουργοί κατά των οποίων στρέφεται το πειθαρχικό παράπτωμα,

β) οι συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριορίστως ή σε πλάγια γραμμή έως και τον τέταρτο βαθμό ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό, καθώς και ο σύζυγος είτε του διωκομένου είτε του δικαστικού λειτουργού κατά του οποίου στρέφεται το πειθαρχικό παράπτωμα,

γ) εκείνοι που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη ή έχουν ενεργήσει ανάκριση στην ίδια πειθαρχική υπόθεση,

δ) όσοι έχουν εξεταστεί ως μάρτυρες στην ίδια υπόθεση,

ε) οι δικαστές που έχουν μετάσχει σε ποινική δίκη για την ίδια πράξη,

στ) όσοι συνδέονται με ιδιαίτερη φιλία ή βρίσκονται σε οξεία αντίθεση με το διωκόμενο ή έχουν ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία τους.

Ο δικαστικός λειτουργός που κωλύεται κατά τα παραπάνω έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου 23 του κώδικα ποινικής δικονομίας, που εφαρμόζεται αναλόγως.

  1. Οσοι έχουν μετάσχει στο πρωτοβάθμιο συμβούλιο δεν μπορούν να μετάσχουν στο δευτεροβάθμιο.
  2. Δεν επιτρέπεται η εξαίρεση τόσων μελών, ώστε να μην είναι δυνατή η σύνθεση του συμβουλίου από τα λοιπά.

 

 

Αρθρο: 98

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Δικονομικές διατάξεις.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΚΑ’

Δίωξη.

  1. Η δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων γίνεται αυτεπαγγέλτως με βάση τα στοιχεία που περιέρχονται σε αυτόν που είναι αρμόδιος να την ασκήσει.
  2. Η προδικασία ενώπιον των πειθαρχικών δικαστηρίων και συμβουλίων είναι μυστική. Η κύρια διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών δικαστηρίων είναι δημόσια και η απόφασή τους απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Η κύρια διαδικασία στα άλλα πειθαρχικά συμβούλια είναι μυστική.
  3. Η πειθαρχική διαδικασία γίνεται ατελώς. Εξοδα δεν επιδικάζονται ούτε υπέρ ούτε σε βάρος του διωκομένου.
  4. Κατά τη διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων επιτρέπεται συμπαράσταση με δικηγόρο, εφ’ όσον η ποινή που επιβλήθηκε πρωτοδίκως είναι ανώτερη από τη ποινή του προστίμου.
  5. Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, που φέρονται ότι έχουν διαπραχθε6ί από τον ίδιο δικαστικό λειτουργό μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πειθαρχικής δίωξης με την άσκηση μιας μόνον πειθαρχικής αγωγής. Αν όμως πειθαρχικός δικαστής κρίνει ότι η συνεκδίκαση θα προξενήσει βλάβη, διατάσσει το χωρισμό.

Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία ασκήθηκαν, χωριστές πειθαρχικές αγωγές, μπορούν να συνεκδικαστούν από τον πειθαρχικό δικαστή εφ’ όσον αυτό δεν προκαλεί βλάβη.

  1. Οταν διώκονται περισσότεροι ως συμμέτοχοι για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, η πειθαρχική δίκη γίνεται ενιαία για όλους, εφ’ όσον ανήκουν στην ίδια κατηγορία δικαστηρίων και αρμόδιο είναι το ανώτερο κατά βαθμό συμβούλιο, αλλιώς η δίκη χωρίζεται για αυτούς που υπάγονται σε συμβούλιο ή δικαστήριο άλλης κατηγορίας.
  2. Για την επίδοση κλήσεων κατά την πειθαρχική διαδικασία και κοινοποίηση εγγράφων προβλεπομένων από τον παρόντα κώδικα συντάσσεται έκθεση. Τα έγγραφα που πρέπει να επιδοθούν στο διωκόμενο διαβιβάζονται με εμπιστευτική αλληλογραφία στον προϊστάμενο της υπηρεσίας του, ο οποίος τα επιδίδει αυτοπροσώπως εκτός αν ο διωκόμενος αδυνατεί ή αρνείται να τα παραλάβει, οπότε εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 143 μέχρι 153 και 155 μέχρι 163 του κώδικα ποινικής δικονομίας.

 

 

Αρθρο: 99

Ημ/νία: 01.01.2011

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ασκηση πειθαρχικής δίωξης.

Σχόλια

H περίπτωση ε’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).Το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 προστέθηκε με την παρ.6 του άρθρου 5 του Ν. 2207/1994 (Α 65).Η παρ. 12 προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.Στο άρθρο 20 παρ. 1 του Ν.2298/1995 (Α 62) ορίζονται τα εξής:”Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 2207/1994, με την οποία προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 99 του ν. 1756/1988, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού πειθαρχικές αγωγές.Εκκρεμείς πειθαρχικές αγωγές κατά δικαστικών λειτουργών, κατά την άσκηση των οποίων δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ανωτέρω παραγράφου, τίθενται στο αρχείο, εφόσον δεν περατωθούν εντός διμήνου από της δημοσιεύσεως του παρόντος.” ======================================= – Η περ. β της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 60 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010) και σύμφωνα με το πρώτο εδ. του άρθρου 70 του ιδίου νόμου ισχύει από 1.1.2011. *** Η εντός ” ” περ. γ της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 60 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010) και σύμφωνα με το πρώτο εδ. του άρθρου 70 του ιδίου νόμου ισχύει από 1.1.2011.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι:

α) ο Υπουργός της Δικαιοσύνης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς,

«β) ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας που προεδρεύει στο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του»

«γ) Ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας που προεδρεύει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για τους δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών δικαστηρίων.»*** (βλ. σχόλια)

γ) ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο προϊστάμενος της επιθεώρησης για όλους τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, εκτός από τα μέλη του Αρείου Πάγου,

δ) ο νεότερος αντιπρόεδρος για τους παρέδρους εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

“ε. Ο πρόεδρος του εφετείου (πολιτικού ή διοικητικού) ή ο προϊστάμενος του εφετείου-για τους προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες, παρέδρους, ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες”.

στ) ο εισαγγελέας εφετών ή ο προϊστάμενος της εισαγγελίας για τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς πρωτοδικών και παρέδρους εισαγγελίας.

  1. Ο αρμόδιος να ασκήσει τη δίωξη, όταν λάβει με οποιοδήποτε τρόπο γνώση ότι τελέστηκε από δικαστικό λειτουργό πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν πειθαρχικό παράπτωμα, υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική αγωγή, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 4.

“Στην περίπτωση του εδαφίου δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 91 του ν. 1756/1988, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του ν. 1868/1989 και αντικαθίσταται με το άρθρο 26 του νόμου αυτού, η πειθαρχική αγωγή ασκείται μέσα σε δύο (2) μήνες από τότε που περιήλθε σε γνώση του αρμόδιου για την άσκηση της δίωξης η καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού”.

  1. Αν τα στοιχεία που προέρχονται στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και όσα συλλέγει ο ίδιος δεν πιθανολογούν την διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ή αν τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται δε συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή δεν επισύρουν πειθαρχική κύρωση λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
  2. Αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και την όλη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός και εκτός της υπηρεσίας.
  3. Επιθεωρητές και προϊστάμενοι δικαστηρίων ή εισαγγελιών μόλις λάβουν γνώση ότι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο δικαστήριο ή στην εισαγγελία της οποίας προίστανται, διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο δεν έχουν αρμοδιότητα δίωξης, οφείλουν να το ανακοινώσουν στο αρμόδιο όργανο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης και να διαβιβάσουν τα σχετικά στοιχεία.
  4. Εκθέσεις επιθεωρητών που περιέχουν πρόταση για πειθαρχική δίωξη δικαστικού λειτουργού διαβιβάζονται στο αρμόδιο όργανο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης με τα σχετικά στοιχεία.
  5. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών υποχρεούται να γνωστοποιεί αμέσως στο αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο κάθε ποινική δίωξη που ασκεί κατά δικαστικού λειτουργού.
  6. Αν κατά τη διάρκεια ποινικής ή πειθαρχικής ανάκρισης προκύπτουν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, ο ανακριτής συντάσσει σχετική έκθεση και τη στέλνει αμέσως στον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο για να ασκήσει την πειθαρχική δίωξη.
  7. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης έχει το δικαίωμα να ενεργεί αμέσως προκαταρκτική εξέταση. Η προκαταρκτική εξέταση είναι άτυπη και ενεργείται είτε από τον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής αγωγής είτε, με εντολή του, από άλλο δικαστικό λειτουργό ανώτερο κατά βαθμό από εκείνον που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.
  8. Εκείνος που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση οφείλει να ζητήσει προφορικές ή έγγραφες εξηγήσεις από αυτόν που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. Δικαιούται να ζητήσει πληροφορίες ή τη διαβίβαση συναφών στοιχείων από κάθε άλλη αρχή, μεριμνά για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων και εξετάζει μάρτυρες, αν το κρίνει αναγκαίο. Ο καλούμενος να δώσει εξηγήσεις έχει δικαίωμα να λάβει προηγουμένως γνώση όλων των στοιχείων που τον αφορούν.

Για την προκαταρκτική εξέταση συντάσσεται έκθεση της οποίας το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο.

  1. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, αν από την προκαταρκτική εξέταση καταλήξει στην κρίση ότι δεν συντρέχει λόγος να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη που κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

“12. Αν για την ίδια περίπτωση έχουν επιληφθεί περισσότεροι από τους κατά την παράγραφο 1 συναρμοδίους, η διαδικασία για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης συνεχίζεται μόνο από αυτόν που σύμφωνα με το άρθρο 55 είναι κατά βαθμό ανώτερος και ο οποίος καθίσταται αποκλειστικά αρμόδιος. Στην περίπτωση αυτήν ο ιεραρχικά κατώτερος σε βαθμό υποβάλλει όλα τα σχετικά έγγραφα στον ανώτερο. Αν η υπόθεση τεθεί στο αρχείο, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτήν άλλος αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης εκτός από τον Υπουργό Δικαιοσύνης”.

 

 

Αρθρο: 100

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Εναρξη και λήξη πειθαρχικής δίωξης.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την έγερση πειθαρχικής αγωγής και τελειώνει με την έκδοση με σύντομο χρονικό διάστημα οριστικής και τελεσίδικης απόφασης.
  2. Η πειθαρχική αγωγή περιέχει:

α) το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκομένου.

β) καθορισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία στοιχειοθετούν το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε και τις διατάξεις που το προβλέπουν.

  1. Η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο αρμόδιο συμβούλιο και συνοδεύεται από τον πειθαρχικό φάκελο. Η αρμοδιότητα του συμβουλίου κρίνεται από την ιδιότητα και το βαθμό του διωκομένου κατά το χρόνο άσκησης της πειθαρχικής αγωγής, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 90 παρ. 6. Αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής, όταν δεν ασκείται από τον Υπουργό, αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η πειθαρχική αγωγή κοινοποιείται επίσης στον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, όπου υπηρετεί ο διωκόμενος δικαστικός λειτουργός.

 

 

Αρθρο: 101

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Προδικασία.

 

Κείμενο Αρθρου

Κεφάλαιο ΚΒ’

Διαδικασία

  1. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή. Η σχετική πράξη με αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής επιδίδεται στο διωκόμενο. Ο εισηγητής αντικαθίσταται αν κωλύεται ή αν ο διωκόμενος μέσα σε τρεις ημέρες από την έκδοση της πράξης ζητήσει την εξαίρεσή του και το πειθαρχικό συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του εισηγητή, δεχθεί το αίτημα. Αίτημα εξαίρεσης και άλλου εισηγητή δεν επιτρέπεται.
  2. Ο εισηγητής καλεί το διωκόμενο σε αιτιολογία. Στην κλήση τάσσεται εύλογη προθεσμία, όχι βραχύτερη από πέντε ημέρες, η οποία με αίτηση του διωκομένου μπορεί να παραταθεί έως το τριπλάσιο. Κατά το χρονικό διάστημα από την επίδοση της κλήσης έως τη συζήτηση της υπόθεσης, ο διωκόμενος λογίζεται ότι είναι σε άδεια επί ένα δεκαήμερο, αν το δηλώσει εγγράφως στον προϊστάμενο του.
  3. Ο διωκόμενος μπορεί να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου και να ζητήσει αντίγραφα τω εγγράφων, οπότε συντάσσεται ειδική έκθεση. Η απολογία του είναι πάντοτε έγγραφη και εγχειρίζεται στον εισηγητή, ο οποίος χορηγεί έγγραφη απόδειξη παραλαβής, ή κατατίθεται στον προϊστάμενο της υπηρεσίας του ο οποίος τη διαβιβάζει αμέσως στο αρμόδιο συμβούλιο ή υποβάλλεται στον εισηγητή με συστημένη επιστολή. Στην απολογία επισυνάπτονται όσα στοιχεία έχει στη διάθεση του ο διωκόμενος, ο οποίος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή εύλογη προθεσμία για να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία. Στην απολογία μπορεί να προταθεί η εξέταση πέντε το πολύ μαρτύρων και να επισημανθεί ότι υπάρχουν συγκεκριμένα κρίσιμα έγγραφα ή άλλα στοιχεία σε οποιαδήποτε αρχή, με τα οποία πρέπει να συμπληρωθεί ο πειθαρχικός φάκελος, με την επιφύλαξη της διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.

 

 

Αρθρο: 102

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ανάκριση

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Αν μετά την απολογία του διωκομένου τα στοιχεία του φακέλου κριθούν από τον εισηγητή και τον πρόεδρο επαρκή για να εισαχθεί η υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, ενεργούνται όσα ορίζονται στο επόμενο άρθρο. Αν κριθούν ανεπαρκή από τον εισηγητή ή τον πρόεδρο, ο τελευταίος ορίζει ως ανακριτή άλλο μέρος του πειθαρχικού συμβουλίου, τακτικό ή αναπληρωματικό, για να ενεργήσει ανάκριση. Η σχετική πράξη επιδίδεται στο διωκόμενο, που μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση του ανακριτή κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγουμένου άρθρου.
  2. Η ανάκριση αποβλέπει στη συλλογή κάθε πρόσφορου αποδεικτικού στοιχείου και στη διερεύνηση όλων των πραγματικών περιστατικών για το σχηματισμό της κρίσης του πειθαρχικού συμβουλίου.

Ανακριτικές πράξεις είναι :

α) η εξέταση μαρτύρων,

β) η εξέταση του διωκομένου,

γ) η αυτοψία,

δ) η πραγματογνωμοσύνη, και

ε) η αναζήτηση εγγράφων. Για τις τέσσερις πρώτες συντάσσεται έκθεση. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανακριτικής πράξης υπηρεσιακό απόρρητο, εφ’ όσον δεν συναινεί στην ανακοίνωση του η αρμόδια Αρχή, καθώς και κάθε επαγγελματικό κατά το νόμο απόρρητο.

  1. Ο ανακριτής ενεργεί αυτοπροσώπως τις ανακριτικές πράξεις στην έδρα του. Αν πρόκειται να ενεργηθεί ανακριτική πράξη έξω από την έδρα του, ο ανακριτής μπορεί, εφ’ όσον δεν κρίνει αναγκαία τη μετακίνηση του, ανώτερο κατά βαθμό ή αρχαιότερο από το διωκόμενο που υπηρετεί στην περιφέρεια όπου πρόκειται να ενεργηθεί η ανακριτική πράξη.
  2. Οι μάρτυρες εξετάζοντας ενόρκως στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής τους, εκτός να δηλώσουν ότι επιθυμούν να εξεταστούν στην έδρα του ανακριτή. Πριν από την εξέτασή τους οι μάρτυρες ορκίζονται κατά τον τύπο που προβλέπουν τα άρθρα 218 και 220 του κώδικα ποινικής δικονομίας.

Η μη εμφάνιση ή άρνηση κατάθεσης μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία τιμωρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 169 του ποινικού κώδικα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του μάρτυρα με το διωκόμενο σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο βαθμό.

Η εξέταση μαρτύρων πέρα από αυτούς που προτείνει ο διωκόμενος απόκειται στην κρίση του ανακριτή.

  1. Κατά την ανάκριση εξετάζεται ανωμοτί ο διωκόμενος ο οποίος δικαιούται πριν από την απολογία του να λάβει γνώση των εγγράφων του φακέλου. Η μη προσέλευση ή η άρνηση του διωκομένου να εξετασθεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης.
  2. Η αυτοψία ενεργείται είτε από τον ανακριτή είτε, αν αυτός το προτείνει, από ολόκληρο το πειθαρχικό συμβούλιο, για να διαπιστωθούν οι πραγματικές συνθήκες τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος ή άλλων συναφών με αυτό στοιχείων. Η εξέταση δημόσιων εγγράφων ή ιδιωτικών εγγράφων που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή ενεργείται στο γραφείο που αυτά φυλάσσονται. Ως πραγματογνώμονες ορίζονται δικαστικοί λειτουργοί ή δημόσιοι πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπάλληλοι ή επιστήμονες ή τεχνικοί από τον πίνακα του άρθρου 185 του κώδικα ποινικής δικονομίας. Οταν γίνει η πραγματογνωμοσύνη, οι αμοιβές των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου και καταβάλλονται από το δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις που αφορούν το δημόσιο λογιστικό.

Κατά τα λοιπά στην αυτοψία και στην πραγματογνωμοσύνη εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας.

  1. Ο ανακριτής δικαιούται να ζητήσει από κάθε δημόσια αρχή την παροχή στοιχείων ή την αποστολή πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων για θέματα που ανάγονται στην αρμοδιότητά της ή αντιγράφων των εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή της.
  2. Εγγραφα τα οποία κατέχει ιδιώτης μπορούν να ζητηθούν από τον ανακριτή και επιστρέφονται υποχρεωτικά μετά το τέλος της πειθαρχικής δίκης. Ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος, ύστερα από αίτηση του ιδιώτη, να χορηγήσει ατελώς, εκτός από απόδειξη παραλαβής, και επίσημο αντίγραφο ή απόσπασμα των εγγράφων που παρέλαβε. Αν πρόκειται για έγγραφα αναγκαία στον ιδιώτη για την εξυπηρέτηση συμφέροντός του, εξετάζονται στον τόπο όπου βρίσκονται. Η άρνηση της παράδοσης ή ανακοίνωσης τιμωρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 169 του ποινικού κώδικα.

 

 

Αρθρο: 103

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ορισμός συνεδρίασης – Κλήση του διωκομένου.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Μετά το τέλος της ανάκρισης και τη σύνταξη του σχετικού πορίσματος, ο πρόεδρος του συμβουλίου, αφού λάβει τη δικογραφία ορίζει με πράξη του ημερομηνία για τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Η πράξη αυτή κοινοποιείται σε όλα τα μέλη του συμβουλίου. Η ημερομηνία της συζήτησης δεν επιτρέπεται να απέχει λιγότερο από δέκα ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης.

Η πράξη κοινοποιείται και στο διωκόμενο με κλήση να προσέλθει και να λάβει γνώση, αν επιθυμεί, του φακέλου και να παραστεί κατά τη συζήτηση. Η κλήση επιδίδεται δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης. Η τυχόν μη προσέλευση του διωκόμενου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.

  1. Ο πρόεδρος του συμβουλίου μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του διωκομένου να καλέσει ενώπιον του συμβουλίου μάρτυρες.

 

 

Αρθρο: 104

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Κύρια διαδικασία στα πειθαρχικά συμβούλια.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Αν ο διωκόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση και δεν έχει κλητευθεί νομίμως ή εμπροθέσμως ή δεν προσήλθε από ανυπέρβλητο κώλυμα, ορίζεται νέα ημερομηνία για συζήτηση. Το συμβούλιο μπορεί, και αν δεν συντρέχουν οι παραπάνω όροι, να αναλάβει για μια μόνο φορά τη συζήτηση λόγω της μη προσέλευσης του διωκομένου ή μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση κρίνεται αναγκαία, ή για άλλο σπουδαίο λόγο. Σχετικά με την προσαγωγή μαρτύρων εφαρμόζονται οι διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας. Αν δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής, το συμβούλιο προχωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του διωκομένου.
  2. Ο διωκόμενος μπορεί να ζητήσει εγγράφως πριν από την έναρξη της συνεδρίασης την εξαίρεση δύο το πολύ μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, αναφέροντας τους λόγους εξαίρεσης. Για την αίτηση αποφασίζει το συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση, με αιτιολογημένη απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Τα μέλη, την εξαίρεση των οποίων αποφάσισε το συμβούλιο, αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά.
  3. Κατά τη συζήσηση της υπόθεσης ο εισηγητής διαβιβάζει την πειθαρχική αγωγή και το πόρισμα της ανάκρισης, αν έχει ενεργηθεί. Στη συνέχεια καλούνται για εξέταση οι μάρτυρες και δίνεται ο λόγος στο διωκόμενο να αναπτύξει προφορικά την απολογία του και απαντήσει στα ερωτήματα των μελών του συμβουλίου. Ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει υπόμνημα μέσα σε εύλογη προθεσμία που ορίζει ο πρόεδρος.

Ο πρόεδρος του συμβουλίου διευθύνει τη συζήτηση, απευθύνει ερωτήσεις και δίνει την άδεια στα μέλη του συμβουλίου και στο διωκόμενο να υποβάλλουν ερωτήσεις.

Για τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου συντάσσεται από το γραμματέα πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο. Το πρακτικό περιέχει με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων, την προφορική απολογία του διωκομένου καθώς και έκθεση για κάθε αξιόλογο γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει την αυτολεξεί καταχώριση ουσιωδών μερών των καταθέσεων ή δηλώσεων που γίνονται κατά τη συνεδρίαση, επιτρέποντας ενδεχομένως την υπαγόρευσή τους.

  1. Το συμβούλιο εκτιμά ελευθέρως τα αποδεικτικά στοιχεία. Αν τα κρίνει ανεπαρκή, μπορεί με απόφασή του να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις. Αν αποφασιστεί η διενέργεια αυτοψίας, διενεργείται από το συμβούλιο. Η προδικαστική απόφαση επιδίδεται στο διωκόμενο και όταν ενεργηθούν όσα διατάσσονται με αυτήν επαναλαμβάνεται η κύρια διαδικασία.

Αν κατά τη διάσκεψη διατυπώνονται σε κάποιο ζήτημα περισσότερες από δύο γνώμες με αποτέλεσμα να μην σχηματίζεται πλειοψηφία, αυτοί που ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης για το διωκόμενο γνώμης ή υπέρ της βαρύτερης ποινής προσχωρούν στην αμέσως ευνοϊκότερη.

Το σχέδιο της απόφασης συντάσσεται από τον εισηγητή και υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο. Το πρωτότυπο της απόφασης υπογράφεται από τον πρόεδρο και το γραμματέα και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο.

Η απόφαση περιέχει τη σύνθεση του συμβουλίου, το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του διωκομένου, μνεία της τυχόν παράστασής του ή της νόμιμης κλήτευσής του συνεπτυγμένη περίληψη της κατηγορίας και της απολογίας με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του διωκομένου αιτιολογικό τόσο ως προς τη διαπίστωση ή μη της ενοχής όσο και ως προς την επιμέτρηση της ποινής και διατακτικό.

  1. Η οριστική απόφαση επιδίδεται με επιμέλεια του γραμματέα στο διωκόμενο, στον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της αρχής όπου υπηρετεί ο διωκόμενος και σε όσους έχουν δικαίωμα έφεσης.

 

 

Αρθρο: 105

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Ενδικα μέσα.

Σχόλια: Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 απαλείφεται με το άρθρο 14 παρ. 6 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οι οριστικές αποφάσεις των συμβουλίων που αναφέρονται στο άρθρο 95., παρ.

5, 7, 9 και 11 υπόκεινται σε έφεση όταν έχουν εκδοθεί σε πρώτο βαθμό.

  1. Δικαίωμα έφεσης κατά καταδικαστικής ή απαλλακτικής απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου έχει:

α) Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης και το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο. Η έφεση στην περίπτωση αυτήν ασκείται μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτούς, και πάντως όχι πέρα από τρεις μήνες από την έκδοση της απόφασης.

β) Αυτός που τιμωρήθηκε καθώς και εκείνος που απαλλάχθηκε με μειωτική αιτιολογία, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την επίδοση σε αυτόν της απόφασης.

  1. Η έφεση ασκείται με κατάθεση στο γραμματέα του συμβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή με αποστολή του εγγράφου της έφεσης στον ίδιο γραμματέα, οπότε ως ημερομηνία άσκησης λαμβάνεται η χρονολογία πρωτοκόλλησης του εγγράφου. Η έφεση μπορεί να ασκηθεί από αυτόν που διώχθηκε και με κατάθεσή της στο γραμματέα του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί, ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής στην αλλοδαπή, οιοποίοι είναι υποχρεωμένοι να την αποστείλουν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο γραμματέα του συμβουλίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο, το οποίο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του διωκομένου, αν αυτός μόνο έχει ασκήσει έφεση.

Η προθεσμία για τη άσκηση της έφεσης και η άσκηση της αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.

  1. Ως προς την διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων, τα δικαιώματα του διωκομένου, την έκδοση και επίδοση της απόφασης σ’ αυτόν, ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται παραπάνω για τα πρωτοβάθμια συμβούλια.
  2. Τελεσίδικη απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου υπόκειται μόνο σε επανάληψη της πειθαρχικής δίκης:

α) αν μετά την καταδικαστική πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε για την ίδια πράξη αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα,6

β) αν μετά την αθωωτική πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση για την ίδια πράξη σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος και

γ) αν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης αποκαλύφθηκαν νέα αποδεικτικά στοιχεία ή ανατράπηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση η αποδεικτική δύναμη στοιχείων που είχαν ληφθεί υπόψη.

Την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης ζητεί στις περιπτώσεις α και γ αυτός που διώχθηκε πειθαρχικά και στην περίπτωση β ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Η αίτηση απευθύνεται προς το συμβούλιο που είχε εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση.

Η αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής δίκης ασκείται, όπως η έφεση, μέσα σε ένα έτος από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η δικαστική απόφαση στην οποία στηρίζεται ή αφότου αποκαλύφθηκαν τα νέα αποδεικτικά στοιχεία. Τυχόν μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης αυτού που τιμωρήθηκε δεν επιδρά στην αρμοδιότητα του συμβουλίου που είχε εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση. Κατά την επανάληψη της δίκης τηρείται η διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 102 επόμενα. Η απόφαση που εκδίδεται, αν είναι αθωωτική ή επιβάλλει ελαφρότερη ποινή (διότι έγινε δεκτή η αίτηση αυτού που τιμωρήθηκε) ή είναι καταδικαστική (διότι έγινε δεκτή η αίτηση του Υπουργού), εξαφανίζει την αρχική απόφαση.

  1. Εκτός από τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων δεν υπόκεινται σε κανένα άλλο ένδικο μέσο ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ούτε σε προσφυγή ενώπιον οποιασδήποτε αρχής.

 

 

Αρθρο: 106

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Συνέπειες αποφάσεων.

Σχόλια: Η παρ.4 που είχε αντικατασταθεί με την παρ.7 του άρθρου 5 του Ν. 2207/1994 (Α 65),αντικαταστάθηκε στην συνέχεια με την παρ.8 του άρθρου 6 του Ν.2298/1995 (Α 62)

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οταν η απόφαση γίνει τελεσίδικη, είναι εκτελεστή και ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου διατάσσει να επιδοθεί κυρωμένο αντίγραφό της σ’ αυτόν που διώχθηκε πειθαρχικά. Ακολούθως διαβιβάζει όλο το φάκελο, με το αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο φροντίζει για τις ενέργειες εκτέλεσης.

Οι πειθαρχικές αποφάσεις καταχωρίζονται στο μητρώο αυτού που διώχθηκε και αντίγραφο τους τίθεται στον ατομικό φάκελό του, όπου και αν τηρείται. Οι πειθαρχικοί φάκελοι φυλάσσονται στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

  1. Η εκτέλεση της απόφασης που επιβάλλει πρόστιμο γίνεται από τον οικείο εκκαθαριστή των αποδοχών.

Το ποσό του προστίμου παρακρατείται από τις αποδοχές του πρώτου μήνα από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης στον εκκαθαριστή. Αν το ποσό αυτό είναι ανώτερο από τον ένα τέταρτο των μηνιαίων αποδοχών του τιμωρημένου, η παρακράτηση γίνεται σε περισσότερες μηνιαίες δόσεις, οριζόμενες από την απόφαση. Καμιά δόση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο των μηνιαίων αποδοχών. Αν ο τιμωρημένος αποχωρήσει από την υπηρεσία, τα οφειλόμενα ποσά εισπράττονται κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. Τα εισπραττόμενα ποσά προστίμου περιέρχονται στο δημόσιο Ταμείο. Αν ο τιμωρημένος αποβιώσει η οφειλή κατά το ποσό που δεν έχει εισπραχθεί διαγράφεται.

  1. Η εκτέλεση της ποινής προσωρινής παύσης αρχίζει την επόμενη ημέρα από την επίδοση της απόφασης στον τιμωρημένο ή τη επόμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία η απόφαση που υπόκειται σε έφεση έγινε τελεσίδικη. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της ποινής προσωρινής παύσης ο τιμωρημένος:

α) δεν μπορεί να ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα ούτε άλλη αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί σ’ αυτόν με την ιδιότητα του ως δικαστικού λειτουργού και

β) στερείται το μισό των αποδοχών του κάθε μήνα. Η παρακράτηση γίνεται από τον εκκαθαριστή των αποδοχών του και το ποσό που παρακρατείται περιέχεται στο δημόσιο ταμείο.

“4. Διαγράφονται από το μητρώο του δικαστικού λειτουργού και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις του οι ποινές της επίπληξης μετά ένα έτος, του προστίμου μετά διετία και της προσωρινής παύσης μετά πενταετία, αν κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν έχει επιβληθεί σε αυτόν οποιαδήποτε νέα πειθαρχική ποινή. Αν μέσα στον άνω χρόνο επιβληθεί νέα πειθαρχική ποινή, η διαγραφή επέρχεται μετά την πάροδο του χρόνου που προβλέπεται γι’ αυτήν, ο οποίος υπολογίζεται από τη λήξη του χρόνου που προβλέπεται για την πρώτη”.

 

 

Αρθρο: 107

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

 

Τίτλος Αρθρου: Διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών δικαστηρίων.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Εφ’ όσον το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει ότι ο δικαστικός λειτουργός είναι υπαίτιος του πειθαρχικού παραπτώματος και πρέπει να τιμωρηθεί με την ποινή της οριστικής παύσης, παραπέμπει με αιτιολογημένη απόφαση την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Η απόφαση αυτή δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, κοινοποιείται στο διωκόμενο και διαβιβάζεται αμέσως με όλο το φάκελο στον πρόεδρο του παραπάνω δικαστηρίου, ο οποίος ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή. Η πράξη ορισμού του εισηγητή επιδίδεται στο διωκόμενο.
  2. Κατά την προδικασία δεν απαιτείται επανάληψη αυτών που ορίζονται στα άρθρα 101 και 102. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως αυτά που ορίζονται στο άρθρο 103.

Η συνεδρίαση του δικαστηρίου διέπεται από τις οικείες διατάξεις. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στο άρθρο 104. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου παρίσταται, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση και ο οικείος εισαγγελέας ή επίτροπος. Ο διωκόμενος μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως μόνος ή μετά ή δια δικηγόρου.

  1. Η πειθαρχική δίκη ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί να επαναληφθεί κατά τους όρους της παραγράφου 5 του άρθρου 105.
  2. Η δικαστική απόφαση που επιβάλλει ποινή οριστικής παύσης διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, για την έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος.

Αν το δικαστήριο επιβάλει ελαφρότερη ποινή ή κηρύξει αθώο το διωκόμενο, ενεργούνται τα οριζόμενα στο άρθρο 106.

  1. Αν ο διωκόμενος κηρυχθεί αθώος ή τιμωρηθεί με ελαφρότερη ποινή ύστερα από επανάληψη της δίκης, η δικαστική απόφαση διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης για να εκδοθεί προεδρικό διάταγμα, εφ’ όσον είναι αναγκαίο.
  2. Ο δικαστικός λειτουργός που αποκαθίσταται με την ακύρωση ή επιβολή ελαφρότερης πειθαρχικής ποινής καταλαμβάνει την κενή θέση του βαθμού του, εφ’ όσον υπάρχει, διαφορετικά παραμένει ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει τη θέση που θα κενωθεί. Ο απαλλασσόμενος ως αθώος ανακτά τη σειρά αρχαιότητάς του.

 

 

Αρθρο: 108

Ημ/νία: 04.07.2006

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ-ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ (ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ)

 

Τίτλος Αρθρου: Εισηγητές, πάρεδροι κλπ.

Σχόλια:  Η παρ. 1 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ.1 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).- Η παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).- Η παράγραφος που είχε λάβει τον αριθμό 3 με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150), αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.7 του άρθρου 11 του Ν.2145/1993 (ΦΕΚ Α 88).- Η παράγραφος αριθμήθηκε ως παράγραφος 4 με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.1968/1991 (ΦΕΚ Α 150).============================- Το εντός ” ” τρίτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135/4.7.2006).

 

Κείμενο Αρθρου

ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ

Τελικές διατάξεις.

“1. Δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πάρεδρο πρωτοδικείου των πολιτικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, πάρεδροι εισαγγελίας και δόκιμοι ειρηνοδίκες, οι οποίοι μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας κρίνονται από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μη διοριστέοι σε θέση ισόβιου δικαστικού λειτουργού, διορίζονται χωρίς διαγωνισμό σε ανάλογη προς τα προσόντα τους θέση διοικητικού υπαλλήλου, εφ’ όσον έχουν τα προσόντα που προβλέπονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα και κρίνονται επαρκείς προς τούτο με την περί απολύσεώς τους απόφαση τους Α.Δ.Σ. Το οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο οφείλει να διαλάβει στην απόφασή του αν ο κρινόμενος είναι επαρκής για την άσκηση διοικητικής φύσεως δημόσιας υπηρεσίας. «Σε καταφατική περίπτωση ο κρινόμενος δικαιούται να ζητήσει εντός μηνός από της κοινοποιήσεως σε αυτόν της αποφάσεως του συμβουλίου, με αίτηση του προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το διορισμό του στη γραμματεία των δικαστηρίων ή των εισαγγελιών ή σε δημόσια διοικητική θέση, πλην των Κεντρικών Υπηρεσιών των Υπουργείων». Η αίτηση γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή εντός τριών μηνών από την υποβολή της. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, καθορίζονται οι δημόσιες υπηρεσίες στις οποίες μπορεί να διορισθεί ο αιτών, συνιστώμενης αναλόγου θέσεως εφ’ όσον δεν υπάρχει κενή, ο βαθμός με τον οποίο διορίζεται, ανάλογα με τα προσόντα του, ο τρόπος καθορισμού της σειράς που λαμβάνει και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Ο απολυόμενος δικαιούται να διορισθεί δικηγόρος στην Αθήνα – Πειραιά-Θεσσαλονίκη ή στην περιφέρεια οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου επιθυμεί, εκτός από εκείνα στα οποία υπηρέτησε μέχρι την απόλυσή του, εφ’ όσον είχε αποκτήσει την ιδιότητα του δικηγόρου προ του διορισμού του”.

“2. Εισηγητής του Συμβουλίου Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου πρωτοδίκης των πολιτικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και αντεισαγγελέας πρωτοδικών, που παραλείπεται να προαχθεί για τρίτη τουλάχιστον φορά λόγω ανεπαρκείας, εάν μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας παραλείψεως μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, παραπέμπεται υποχρεωτικώς με το ερώτημα της οριστικής παύσεως λόγω ανεπάρκειας στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσεως, τηρούμενης της διαδικασίας του άρθρου 60 του παρόντος. Αν το δικαστήριο αποφασίσει την οριστική παύση, οφείλει συγχρόνως να διαλάβει στην απόφασή του, αν ο κρινόμενος επαρκεί για την άσκηση δημόσιας, διοικητικής φύσεως υπηρεσίας. Σε καταφατική περίπτωση ισχύουν αναλόγως τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο”.

“3 . Η προηγούμενη παρ. 2 εφαρμόζεται και για πάρεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρόεδρο πρωτοδικών και εφέτη των πολιτικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και εισαγγελέα πρωτοδικών και αντεισαγγελέα εφετών”.

  1. Οπου σε κείμενες διατάξεις αναφέρονται οι βαθμοί “έμμισθος πάρεδρος παρά πρωτοδίκαις”, “έμμισθος πάρεδρος παρ’ εισαγγελία”, και “έμμισθος πάρεδρος τακτικών διοικητικών δικαστηρίων” νοούνται αντίστοιχα οι βαθμοί “πάρεδρος πρωτοδικείου” , “πάρεδρος εισαγγελίας” και “πάρεδρος πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων”.

 

 

Αρθρο: 109

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Τίτλος Αρθρου: Ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες

Σχόλια: Το παρόν άρθρο όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 14, παρ. 7 του Ν. 1868/1989, στη συνέχεια καταργήθηκε με το άρθρο 9 παρ.1 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α 150), με το οποίο ορίσθηκαν τα εξής:”Ο βαθμός του ειρηνοδίκη, καθώς και όλες οι σχετικές με τους ειρηνοδίκες διατάξεις που ίσχυσαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.1578/1985 θεωρούνται ότι δεν καταργήθηκαν ποτέ, εφ’ όσον δεν αντιτίθενται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”.

 

Κείμενο Αρθρου

(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

 

 

Αρθρο: 110

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

Περιγραφή όρου θησαυρού: ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

 

Τίτλος Αρθρου: Μεταβατικές διατάξεις

Σχόλια: Πρόκειται για το πρώην άρθρο 112 του Ν. 1756/1988, που αναριθμήθηκε ως άρθρο 110 με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, (ΦΕΚ Α 230), έπειτα από την κατάργηση του πρώην άρθρου 110 του Ν. 1756/1988.Οι παράγραφοι 8,9, 10 και 11 προστέθηκαν με το άρθρο 15 παρ. 2 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Οπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται συμβούλιο πρωτοδικών, συμβούλιο πλημμελειοδικών, συμβούλιο εφετών, δικαστήρια σε συμβούλιο ή ολομέλεια δικαστηρίου σε συμβούλιο νοούνται εφεξής τα συμβούλια και οι ολομέλειες που προβλέπονται από τον κώδικα αυτόν.
  2. Τα προεδρικά διατάγματα που προβλέπονται από τον κώδικα αυτόν, εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, εκτός όπου ορίζεται διαφορετικά. Οι υπουργικές αποφάσεις που προβλέπονται από τον κώδικα αυτόν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  3. Εως ότου εκδοθούν τα διατάγματα, οι υπουργικές αποφάσεις και οι πράξεις που προβλέπονται σε αυτόν τον κώδικα, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα αντίστοιχα θέματα.
  4. Ο πρώτος κανονισμός κάθε δικαστηρίου πρέπει να καταρτισθεί το αργότερο μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την ισχύ του κώδικα αυτού.
  5. Πειθαρχικά παραπτώματα, που τελέστηκαν, πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος και δεν εκδικάστηκαν οριστικά, κρίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος. Οι σχετικές υποθέσεις μεταβιβάζονται αν συντρέχει περίπτωση, στα συμβούλια που είναι αρμόδια κατά τον παρόντα Κώδικα. Διαδικαστικές πράξεις, που έχουν γίνει εγκύρως έως την έναρξη της ισχύος του παρόντος με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, δεν επαναλαμβάνονται.
  6. Η θητεία των μελών των συμβουλίων και επιτροπών που λειτουργούν μέχρι την έναρξη της ισχύος αυτού του κώδικα λήγει την 31/12.1988.
  7. Για μια πενταετία από την έναρξη ισχύος του κώδικα αυτού:

α) εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγονται σε παρέδρους, κατ’ απόκλιση των οριζομένων στο άρθρο 62, παρ. 1, αν έχουν συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία ως δόκιμοι εισηγητές και εισηγητές, β) οι κάθε βαθμού υπάλληλοι όλων των κλάδων της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών μπορούν να μετάσχουν σε διαγωνισμό πρόσληψης δικαστικών λειτουργών αν, άσχετα από το χρόνο λήψης του πτυχίου, έχουν συμπληρώσει υπερπενταετή συνολική υπηρεσία στη γραμματεία.

“8. Οπου στον παρόντα νόμο και τις κείμενες διατάξεις αναφέρεται προϊστάμενος του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας νοείται το όργανο που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του παρόντος νόμου.

  1. Η θέση του προϊσταμένου των Δικαστηρίων, όπως μέχρι τώρα ισχύει, καταργείται. Οι προϊστάμενοι που είχαν οριστεί με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου ανακαλούνται απ’ αυτό. Τα δικαστήρια τα οποία διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο, μέχρι να συγκροτηθεί το συμβούλιο αυτό, διευθύνονται από τον αρχαιότερο δικαστή που υπηρετεί στα δικαστήρια αυτά.
  2. Ανασυνιστάται η θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του ν. 1756/1988 και καταργείται η θέση συμβούλου που είχε συσταθεί αντί γι’ αυτή με την ίδια διάταξη. Ο αριθμός των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας ορίζεται σε πέντε (5) και των συμβούλων σε τριάντα τέσσερις (34).
  3. Οσοι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου φοιτούν στο τμήμα διοικητικής δικαιοσύνης της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, εξέλθουν επιτυχών και επιτύχουν στην εξέταση που προβλέπεται από το άρθρο 22 παράγραφος 1 του ν. 1388/1983, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 εδάφιο (η) του ν. 1586/1986, διορίζονται σε θέση δόκιμου εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή παρέδρου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή δόκιμου εισηγητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο διορισμός γίνεται κατά την οριστική σειρά επιτυχίας, αφού ληφθεί υπόψη, για την κατανομή στις θέσεις, η δήλωση επιλογής των διοριστέων”.

 

 

Αρθρο: 111

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Σχόλια: Πρόκειται για το πρώην άρθρο 113 του Ν. 1756/1988, που αναριθμήθηκε ως άρθρο 111 με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, (ΦΕΚ Α 230), έπειτα από την κατάργηση του πρώην άρθρου 111 του Ν. 1756/1988.

 

Κείμενο Αρθρου

  1. Από την έναρξη της ισχύος του κώδικα αυτού καταργούνται:

α. ο οργανισμός των δικαστηρίων και συμβολαιογράφων της 21 Ιανουαρίου/2 Φεβρουαρίου 1834 (ΦΕΚ 13 παράρτημα).

β. ο ν. ΡΠΑ/1851 (ΦΕΚ 17),

γ. ο οργανισμός των φορολογικών (διοικητικών) δικαστηρίων, ν.δ. 3845/1958 (ΦΕΚ 149),

δ. τα άρθρα δέκατο πέμπτο έως και δέκατο ένατο του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202),

ε. ο ν. 1578/1985 (ΦΕΚ 219) εκτός από τα άρθρα 120 και 121, τα οποία καταργούνται από τη δημοσίευση του κώδικα αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τα άρθρα του 66 έως 68, 71 έως 73 και 85 έως 87, τα οποία διατηρούνται προσωρινά σε ισχύ έως ότου εκδοθεί το διάταγμα που προβλέπεται στο άρθρο 111 του κώδικα αυτού.

στ. τα άρθρα 64 και 72 του Εισ. Ν. Κ. Πολ. Δ. εκτός από την παρ. 4 του άρθρου 64 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 78 του ν. 733/1977, (ΦΕΚ 309), που αφορά την κατ’ εξαίρεση συγκρότηση του εφετείου για την εκδίκαση διαφορών από την εκτέλεση δημόσιων έργων (άρθρο 17 του ν. 1266/1972, ΦΕΚ 6),

ζ. τα άρθρα 4,5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 305 παρ. 1 και 316 παρ. 1 του Κ.Ποιν. Δ., όπως έχουν αντικατασταθεί, τροποποιηθεί ή συμπληρωθεί, αναφορικά με τη συγκρότηση των ποινικών δικαστηρίων και συμβουλίων,

η. ο α.ν. 2617/1940 (ΦΕΚ 354),

θ. το άρθρο 1 και η παραγρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3810/1957 (ΦΕΚ 260),

ι. το ν.δ. 74/1974 (ΦΕΚ 270), όπως τροποποιήθηκε από το ν. 184/1975 (ΦΕΚ 210),

ια. τα άρθρα 1 έως και 29, 30 παράγραφος 1 μόνο ως προς την επιθεώρηση των ειρηνοδικών -πταισματοδικών, 30 παράγραφος 2, 33, 34, 37 και 39 του ν.184/1975 (ΦΕΚ 210),

ιβ. το άρθρο 26 του ν. 410/1976 (ΦΕΚ 208),

ιγ. το άρθρο 8 του ν. 733/1977 (ΦΕΚ 309),

ιδ. τα άρθρα 13 έως και 18 του 1406/1983 (ΦΕΚ 182),

ιε. οι παράγραφοι, 4, 5, και 6 του άρθρου 4 του ν. 1649/1986 (ΦΕΚ 149),

ιστ. κάθε άλλη διάταξη, γενική ή ειδική, αντίθετη στις διατάξεις του κώδικα αυτού, η οποία αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν.

  1. Ο κώδικας αυτός δε θίγει τα άρθρα 686 παρ. 3 και 690 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., τα άρθρα 33, 34, 35, 305 παρ. 2. 377, παρ. 1, 513, παρ. 1, 523και 530 παρ.

2α του Κ.Π.Δ. καθώς και τις διατάξεις τις αναφερόμενες στη συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων των δικαστικών υπαλλήλων και συμβολαιογράφων και των δικαστηρίων και συμβουλίων που ασκούν πειθαρχικές αρμοδιότητες.

 

 

Αρθρο: 112

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Τίτλος Αρθρου: Μεταβατικές διατάξεις

Σχόλια: Με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230) το πρώην άρθρο 112 του Ν. 1756/1988 αριθμήθηκε ως άρθρο 110.

 

 

Αρθρο: 113

Ημ/νία: 16.09.1988

Ημ/νία Ισχύος: 16.09.1988

 

Τίτλος Αρθρου: Καταργούμενες διατάξεις.

Σχόλια: Με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, (ΦΕΚ Α 230), το πρώην άρθρο 113 του Ν. 1756/1988 αριθμήθηκε ως άρθρο 111.